τεταγμένος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(41) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τεταγμένος]], -η, -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τάσσω]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τεταγμένως]] Α<br /><b>1.</b> με [[τάξη]], κανονικά («[[καλῶς]] καὶ [[τεταγμένως]] πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> (σχετικά με κώνους) σαν την [[τεταγμένη]]<br /><b>3.</b> (με αρθρ. θηλ.) | |mltxt=-η, -ο / [[τεταγμένος]], -η, -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τάσσω]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τεταγμένως]] Α<br /><b>1.</b> με [[τάξη]], κανονικά («[[καλῶς]] καὶ [[τεταγμένως]] πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> (σχετικά με κώνους) σαν την [[τεταγμένη]]<br /><b>3.</b> (με αρθρ. θηλ.) ἡ [[τεταγμένως]]<br /><b>μαθημ.</b> η [[τεταγμένη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο / τεταγμένος, -η, -ον, ΝΜΑ
βλ. τάσσω.
επίρρ...
τεταγμένως Α
1. με τάξη, κανονικά («καλῶς καὶ τεταγμένως πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.)
2. μαθημ. (σχετικά με κώνους) σαν την τεταγμένη
3. (με αρθρ. θηλ.) ἡ τεταγμένως
μαθημ. η τεταγμένη.