δωδέκατος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δωδέκατος]], -η, -ον)<br />αυτός που έχει τη [[θέση]] του αριθμού [[δώδεκα]] («πέτυχε [[δωδέκατος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα» <br />α) [[μεσημέρι]] ή [[μεσάνυχτα]]<br />β) το τελευταίο [[χρονικό]] [[περιθώριο]] που μπορεί να γίνει [[κάτι]], η κρίσιμη [[στιγμή]]<br /><b>2.</b> <b>(τυπογρ.)</b> «το δωδέκατο [[σχήμα]]» ή [[απλώς]] <i>το δωδέκατο</i><br />τυπογραφικό [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο η τυπ. [[κόλλα]] ([[φύλλο]]) διπλώνεται [[έτσι]] ώστε να γίνονται 24 σελίδες<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δωδεκάτη</i><br />ο [[δωδέκατος]] [[φθόγγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[δωδέκατος]]<br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στη [[Λοκρίδα]] και στην Καρία<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως ουσ,) <i>ἡ δωδεκάτη</i><br />η δεύτερη [[ημέρα]] της γιορτής τών Ανθεστηρίων, οι [[χόες]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δωδέκατον</i><br />το [[κλάσμα]] της μονάδας διαιρεμένης διά του [[δώδεκα]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δωδέκατος]], -η, -ον)<br />αυτός που έχει τη [[θέση]] του αριθμού [[δώδεκα]] («πέτυχε [[δωδέκατος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα» <br />α) [[μεσημέρι]] ή [[μεσάνυχτα]]<br />β) το τελευταίο [[χρονικό]] [[περιθώριο]] που μπορεί να γίνει [[κάτι]], η κρίσιμη [[στιγμή]]<br /><b>2.</b> <b>(τυπογρ.)</b> «το δωδέκατο [[σχήμα]]» ή [[απλώς]] <i>το δωδέκατο</i><br />τυπογραφικό [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο η τυπ. [[κόλλα]] ([[φύλλο]]) διπλώνεται [[έτσι]] ώστε να γίνονται 24 σελίδες<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δωδεκάτη</i><br />ο [[δωδέκατος]] [[φθόγγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[δωδέκατος]]<br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στη [[Λοκρίδα]] και στην Καρία<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως ουσ,) <i>ἡ δωδεκάτη</i><br />η δεύτερη [[ημέρα]] της γιορτής τών Ανθεστηρίων, οι [[χόες]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δωδέκατον</i><br />το [[κλάσμα]] της μονάδας διαιρεμένης διά του [[δώδεκα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:35, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδέκᾰτος Medium diacritics: δωδέκατος Low diacritics: δωδέκατος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ
Transliteration A: dōdékatos Transliteration B: dōdekatos Transliteration C: dodekatos Beta Code: dwde/katos

English (LSJ)

η, ον,

   A twelfth, Il.24.781, etc.; δ. τόκοι, 8 1/3%, SIG364.74 (Ephesus, iii B. C.), etc.:—Ep. δυωδ-, Il.1.493, etc.    II δωδεκάτη, ἡ, = Χόες, Hsch.

German (Pape)

[Seite 694] η, ον, der zwölfte, von Hom. an überall, poet. Form δυωδέκατος; bei Homer die Form δωδέκατος dreimal, Iliad. 1, 425. 24, 781 Odyss. 4, 747; häufiger die Form δυωδέκατος, z. B. Iliad. 1, 493. 24, 413 Odyss. 4, 588. – Oft ἡ δωδεκάτη (δυωδεκάτη) substantivisch = der zwölfte Tag (ἡμέρα), z. B. Odyss. 4, 588. 747; τὸ δωδέκατον substantivisch = der zwölfte Theil (μέρος) Strab. 2 p. 135.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
douzième.
Étymologie: δώδεκα.

English (Slater)

δωδέκᾰτος
   1 twelfth περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν (O. 6.75)

Spanish (DGE)

(δωδέκᾰτος) -η, -ον

• Alolema(s): δυω- Il.1.493, Hes.Op.774, Hdt.1.19, 3.92, A.R.2.899, Bito 59.7; δυο- ID 104-27B.12 (IV a.C.), D.L.7.149, Dam.in Prm.161, 173, Simp.in Cael.665.27

• Morfología: [beoc. dat. fem. δυοδεκάτη IG 7.519.2 (Tanagra III a.C.)]
I 1duodécimo ref. al tiempo ἠώς la duodécima aurora, Il.1.493, 24.781, A.R.l.c., ἔτος Hdt.1.19, Th.5.51, I.AI 20.138, μήν Theoc.15.103, ἠριγένεια Orph.A.1185, δεκάς Orac.Sib.11.42, ὥρα Heph.Astr.2.11.38
no temp. δ. (υἱός) de los de Neleo, Hes.Fr.35.7, νόμος Hdt.3.92, δρόμος la duodécima vuelta de la carrera, Pi.O.6.75, ἄροτος S.Tr.825, (στέφανος) ID l.c., οἰστός Nonn.D.7.128, (θεμέλιος) Apoc.21.20, cf. Heph.Astr.1.12.2
neutr. como adv. ὕπατος δωδέκατον cónsul por duodécima vez, SEG 36.1207.3 (Pisidia I a.C.)
en una enumeración en duodécimo lugar Dam.in Prm.149, 161, 173, Simp.l.c.
neutr. sg. como adv. doce veces δ. δὲ πάσης τῆς ἡμέρας εὔχεσθαι ... τοσαυτάκις δὲ καὶ νύκτωρ Soz.HE 3.4.14.
2 τό δ. μέρος la doceava parte τῆς βουλῆς Pl.Lg.758d, τοῦ ὅλου μήκους Bito l.c.
II subst.
1 ἡ δ. (sc. ἡμέρα) el duodécimo día, Od.4.747, Hp.Epid.3.1.6, Plu.Lyc.27
esp. el duodécimo día del mes, Hes.Op.774, Th.2.15, D.59.76, IG l.c., Ath.Decr.208.3 (III a.C.), ICallatis 47.2 (II a.C.), BGU 33.1039.61 (Cime II a.C.), IIasos 245.18, 27 (imper.), Hsch.
tít. de una comedia de Fililio, Poll.10.70, Sud.s.u. Φιλύλλιος.
2 ἡ δ. (sc. βύβλος) el duodécimo libro Hsch.α 298, pero tb. ἐν τῷ δυοδεκάτῳ (sc. βυβλίῳ) τοῦ Φυσικοῦ λόγου en el duodécimo libro del tratado sobre la Física D.L.l.c., cf. Ath.644a.
3 τὸ δ. doceavo σποδίου Hp.Epid.2.5.22, ὁ γὰρ θερινὸς τροπικὸς ἀπέχει ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος ἑνὸς ζῳδίου ἥμισυ καὶ δωδέκατον Str.2.5.42, τόκους δὲ αὐτοῖς εἶναι μὴ πλείους δωδεκάτων que sus intereses no excedan la doceava parte, e.e. el ocho y medio por ciento, IEphesos 4A.74 (III a.C.).

English (Strong)

from δώδεκα; twelfth: twelfth.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δωδέκατος, -η, -ον)
αυτός που έχει τη θέση του αριθμού δώδεκα («πέτυχε δωδέκατος»)
νεοελλ.
1. φρ. «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα»
α) μεσημέρι ή μεσάνυχτα
β) το τελευταίο χρονικό περιθώριο που μπορεί να γίνει κάτι, η κρίσιμη στιγμή
2. (τυπογρ.) «το δωδέκατο σχήμα» ή απλώς το δωδέκατο
τυπογραφικό σχήμα κατά το οποίο η τυπ. κόλλα (φύλλο) διπλώνεται έτσι ώστε να γίνονται 24 σελίδες
3. το θηλ. ως ουσ. η δωδεκάτη
ο δωδέκατος φθόγγος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.δωδέκατος
ονομασία μήνα στη Λοκρίδα και στην Καρία
2. (το θηλ. ως ουσ,) ἡ δωδεκάτη
η δεύτερη ημέρα της γιορτής τών Ανθεστηρίων, οι χόες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδέκατον
το κλάσμα της μονάδας διαιρεμένης διά του δώδεκα.

Greek Monotonic

δωδέκᾰτος: -η, -ον, δωδέκατος στη σειρά, σε Όμηρ. κ.λπ.· Επικ. δυωδ-, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δωδέκᾰτος: двенадцатый Hom., Soph., Plat. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδέκατος -η -ον, ook δυωδέκατος [δώδεκα] twaalfde.

Middle Liddell

δωδέκᾰτος, η, ον
the twelfth, Hom., etc.: epic δυωδ-, Hom.