γκρεμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και [[γκρεμνά]], τα) (AM [[κρημνός]], ο<br />Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το)<br />[[ψηλός]] και [[απότομος]] [[βράχος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επικίνδυνο [[σημείο]], [[κίνδυνος]]<br /><b>2.</b> δύσκολες περιστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[μπρος]] [[γκρεμός]] και [[πίσω]] [[ρέμα]]» — αδιέξοδο [[χωρίς]] εναλλακτική [[λύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>γκρεμ</i>(<i>ν</i>)<i>ός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]], με [[τροπή]] του <i>i</i> σε <i>e</i> από [[επίδραση]] του -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] &GT; [[σίδερο]], [[ξηρός]] &GT; [[ξερός]]) και ηχηροποίηση του <i>κ</i>- σε <i>γκ</i>-, που ξεκίνησε από την [[αιτιατική]]: <i>τον [[κρεμ]](<i>ν</i>)<i>ό</i> &GT; <i>τον gρεμ</i>(<i>ν</i>)<i>ό</i> &GT; <i>ο γκρεμ</i>(<i>ν</i>)<i>ός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>την [[καμήλα]] &GT; η [[γκαμήλα]]). Ο τ. [[κρημνός]], αρχαίο ρηματικό ουσιαστικό, διαφύλαξε τη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] <i>κρημ</i>- (της μονοσύλλαβης ρ. [[κρεμ]]-) [[έναντι]] της δισύλλαβης <i>κρεμα</i>- στο [[κρεμάννυμι]]. Ο τ. [[κρημνός]] συνδέεται [[προφανώς]] ετυμολογικά με τα [[κρίμνημι]] (ή [[κρήμνημι]]) και [[κρέμαμαι]]].
|mltxt=και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και [[γκρεμνά]], τα) (AM [[κρημνός]], ο<br />Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το)<br />[[ψηλός]] και [[απότομος]] [[βράχος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επικίνδυνο [[σημείο]], [[κίνδυνος]]<br /><b>2.</b> δύσκολες περιστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[μπρος]] [[γκρεμός]] και [[πίσω]] [[ρέμα]]» — αδιέξοδο [[χωρίς]] εναλλακτική [[λύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>γκρεμ</i>(<i>ν</i>)<i>ός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]], με [[τροπή]] του <i>i</i> σε <i>e</i> από [[επίδραση]] του -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] > [[σίδερο]], [[ξηρός]] > [[ξερός]]) και ηχηροποίηση του <i>κ</i>- σε <i>γκ</i>-, που ξεκίνησε από την [[αιτιατική]]: <i>τον [[κρεμ]](<i>ν</i>)<i>ό</i> > <i>τον gρεμ</i>(<i>ν</i>)<i>ό</i> > <i>ο γκρεμ</i>(<i>ν</i>)<i>ός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>την [[καμήλα]] > η [[γκαμήλα]]). Ο τ. [[κρημνός]], αρχαίο ρηματικό ουσιαστικό, διαφύλαξε τη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] <i>κρημ</i>- (της μονοσύλλαβης ρ. [[κρεμ]]-) [[έναντι]] της δισύλλαβης <i>κρεμα</i>- στο [[κρεμάννυμι]]. Ο τ. [[κρημνός]] συνδέεται [[προφανώς]] ετυμολογικά με τα [[κρίμνημι]] (ή [[κρήμνημι]]) και [[κρέμαμαι]]].
}}
}}

Revision as of 15:14, 15 January 2019

Greek Monolingual

και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο
Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το)
ψηλός και απότομος βράχος
μσν.- νεοελλ.
1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος
2. δύσκολες περιστάσεις
νεοελλ.
«μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» — αδιέξοδο χωρίς εναλλακτική λύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. γκρεμ(ν)ός < κρημνός, με τροπή του i σε e από επίδραση του -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός) και ηχηροποίηση του κ- σε γκ-, που ξεκίνησε από την αιτιατική: τον κρεμ(ν)ό > τον gρεμ(ν)ό > ο γκρεμ(ν)ός (πρβλ. την καμήλα > η γκαμήλα). Ο τ. κρημνός, αρχαίο ρηματικό ουσιαστικό, διαφύλαξε τη μεταπτωτική βαθμίδα κρημ- (της μονοσύλλαβης ρ. κρεμ-) έναντι της δισύλλαβης κρεμα- στο κρεμάννυμι. Ο τ. κρημνός συνδέεται προφανώς ετυμολογικά με τα κρίμνημικρήμνημι) και κρέμαμαι].