άδειος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄδειος]], -ον (Α)<br />ο [[άφοβος]], ο [[απτόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>δFεῖος</i>, το (= [[δέος]], το)<br /><b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>λός</i>, <i>δει</i>-<i>νός</i>].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο<br />αυτός που δεν έχει [[περιεχόμενο]], [[αδειανός]], [[κενός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδειάζω]]<br />υποχωρητικά (<b>πρβλ.</b> [[αγιάζω]] &GT; [[άγιος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδειανός]], [[αδειοσύνη]], [[αδειάτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αδειοκέφαλος]], [[αδειοπούγγης]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄδειος]], -ον (Α)<br />ο [[άφοβος]], ο [[απτόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>δFεῖος</i>, το (= [[δέος]], το)<br /><b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>λός</i>, <i>δει</i>-<i>νός</i>].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο<br />αυτός που δεν έχει [[περιεχόμενο]], [[αδειανός]], [[κενός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδειάζω]]<br />υποχωρητικά (<b>πρβλ.</b> [[αγιάζω]] > [[άγιος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδειανός]], [[αδειοσύνη]], [[αδειάτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αδειοκέφαλος]], [[αδειοπούγγης]]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄδειος, -ον (Α)
ο άφοβος, ο απτόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + δFεῖος, το (= δέος, το)
πρβλ. δει-λός, δει-νός].
(II)
-α, -ο
αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, αδειανός, κενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδειάζω
υποχωρητικά (πρβλ. αγιάζω > άγιος).
ΠΑΡ. αδειανός, αδειοσύνη, αδειάτος.
ΣΥΝΘ. αδειοκέφαλος, αδειοπούγγης].