λερός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(23)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />[[βρόμικος]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]], λερωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ὀλερός]] «[[ακάθαρτος]]», με [[αποβολή]] του άτονου αρκτικού -<i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὀμάτιον</i>&GT; [[μάτι]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[λειρός]] «[[ωχρός]]»].
|mltxt=-ή, -ό<br />[[βρόμικος]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]], λερωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ὀλερός]] «[[ακάθαρτος]]», με [[αποβολή]] του άτονου αρκτικού -<i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὀμάτιον</i>> [[μάτι]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[λειρός]] «[[ωχρός]]»].
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος, λερωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀλερός «ακάθαρτος», με αποβολή του άτονου αρκτικού -ο- (πρβλ. ὀμάτιον> μάτι). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < αρχ. λειρός «ωχρός»].