3,274,313
edits
(28) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[οἶδα]], Α αιολ. τ. ὄϊδα)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]], [[ξέρω]] (α. «ὅς ᾔδη τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἴστω]] ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἕv [[οἶδα]] ὅτι οὐδὲν [[οἶδα]]» — ένα [[πράγμα]] [[γνωρίζω]], ότι [[τίποτε]] δεν [[γνωρίζω]]<br />β) «οὐκ οἴδασι τί ποιοῡσι» — δεν ξέρουν τί κάνουν<br />γ) «οὐκ [[οἶδα]] τὸν ἄνθρωπον» — δεν τον [[γνωρίζω]] [[καθόλου]], δεν [[μπορώ]] να πω [[κάτι]] γι' αυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τίς οίδε;» — [[ποιος]] ξέρει, [[είναι]] άγνωστο<br />β) «Κύριος οίδε» — ο Θεός μόνο γνωρίζει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναγνωρίζω]] [[κάτι]] ως αποδεκτό, [[αποδέχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συχνά]] στον Όμ. με επίθ. πληθ. ουδ. γένους, όπως <i>πεπνυμένα</i>, <i>κεχαρισμένα</i>, <i>φίλα</i>, <i>ἄρτια</i>, <i>ἤπια</i>, <i>κεδνά</i>, <i>ἀθεμίστια</i>, για [[δήλωση]] χαρακτήρα ή διάθεσης («εἴ μοι ἤπια εἰδείη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μπορώ]], έχω την [[δύναμη]], [[είμαι]] [[ικανός]] να πράξω [[κάτι]] («[[κάλλιον]] οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῑν φίλους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μαθαίνω]] («ἵν' εἰδη μὴ πὶ τοῑς ἐμοῑς κακοῑς ὑψηλὸς [[εἶναι]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παρατηρώ]]<br /><b>5.</b> (το αρσ. της μτχ.) <i>εἰδώς</i><br />[[γνώστης]], ειδήμων («τόξων εὖ εἰδώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάριν]] οἶδά τινι» — [[χρωστώ]] [[ευγνωμοσύνη]] σε κάποιον, [[είμαι]] [[ευγνώμων]]<br />β) (καθ' [[έλξη]] με γεν. πληθ. της αναφ. αντων. <i>ὄς</i>, στις φρ.) «ὧν ἴσμεν» ή «ὧν [[ἴδμεν]]» — καθ' όσον γνωρίζουμε, από όσα γνωρίζουμε («[[πρῶτος]] ὧν ἡμεῑς [[ἴδμεν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) <b>(προστ.)</b> «[[ἴστω]]»<br />(σε [[επίκληση]]) ας γνωρίζει, ας [[είναι]] [[μάρτυρας]]<br />δ) «οὐκ οἶδ' εἰ» — δεν [[γνωρίζω]] [[κατά]] πόσον<br />ε) «οὐκ οἶδ' εἴ τις [[ἄλλος]]» — ίσως [[κανένας]] [[άλλος]]<br />στ) «οἶδ' ὅτι» και «ἴσθ' οτι» και «εὖ [[οἶδα]] ὅτι»<br />(ελλειπτικώς) (<b>ως επίρρ.</b>) το [[ξέρω]] αυτό, βεβαίως, ασφαλώς, βεβαιότατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. με σημ. ενεστ. του ρήματος [[εἴδω]] / [[εἴδομαι]] «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]». Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>woid</i>- της ΙΕ ρίζας <i>weid</i>- με σημ. «[[βλέπω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>εἴδον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έ</i>-<i>Fıδ</i>-<i>oν</i>, αορ. β' του <i>ὁρῶ</i> από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), [[αλλά]] και «[[γνωρίζω]], [[ξέρω]]». Η δεύτερη σημ. της ρίζας προέκυψε ακριβώς από τον παρακμ. [[οἶδα]] «έχω δει», άρα «[[γνωρίζω]], [[ξέρω]]». Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγονται ο ενεστ. [[εἴδω]] και η λ. [[εἶδος]], ενώ στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]], [[εκτός]] από τον αόρ. [[εἶδον]], τα παράγωγα του [[οἶδα]]: [[ἵστωρ]]( | |mltxt=(ΑΜ [[οἶδα]], Α αιολ. τ. ὄϊδα)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]], [[ξέρω]] (α. «ὅς ᾔδη τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἴστω]] ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἕv [[οἶδα]] ὅτι οὐδὲν [[οἶδα]]» — ένα [[πράγμα]] [[γνωρίζω]], ότι [[τίποτε]] δεν [[γνωρίζω]]<br />β) «οὐκ οἴδασι τί ποιοῡσι» — δεν ξέρουν τί κάνουν<br />γ) «οὐκ [[οἶδα]] τὸν ἄνθρωπον» — δεν τον [[γνωρίζω]] [[καθόλου]], δεν [[μπορώ]] να πω [[κάτι]] γι' αυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τίς οίδε;» — [[ποιος]] ξέρει, [[είναι]] άγνωστο<br />β) «Κύριος οίδε» — ο Θεός μόνο γνωρίζει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναγνωρίζω]] [[κάτι]] ως αποδεκτό, [[αποδέχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συχνά]] στον Όμ. με επίθ. πληθ. ουδ. γένους, όπως <i>πεπνυμένα</i>, <i>κεχαρισμένα</i>, <i>φίλα</i>, <i>ἄρτια</i>, <i>ἤπια</i>, <i>κεδνά</i>, <i>ἀθεμίστια</i>, για [[δήλωση]] χαρακτήρα ή διάθεσης («εἴ μοι ἤπια εἰδείη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μπορώ]], έχω την [[δύναμη]], [[είμαι]] [[ικανός]] να πράξω [[κάτι]] («[[κάλλιον]] οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῑν φίλους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μαθαίνω]] («ἵν' εἰδη μὴ πὶ τοῑς ἐμοῑς κακοῑς ὑψηλὸς [[εἶναι]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παρατηρώ]]<br /><b>5.</b> (το αρσ. της μτχ.) <i>εἰδώς</i><br />[[γνώστης]], ειδήμων («τόξων εὖ εἰδώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάριν]] οἶδά τινι» — [[χρωστώ]] [[ευγνωμοσύνη]] σε κάποιον, [[είμαι]] [[ευγνώμων]]<br />β) (καθ' [[έλξη]] με γεν. πληθ. της αναφ. αντων. <i>ὄς</i>, στις φρ.) «ὧν ἴσμεν» ή «ὧν [[ἴδμεν]]» — καθ' όσον γνωρίζουμε, από όσα γνωρίζουμε («[[πρῶτος]] ὧν ἡμεῑς [[ἴδμεν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) <b>(προστ.)</b> «[[ἴστω]]»<br />(σε [[επίκληση]]) ας γνωρίζει, ας [[είναι]] [[μάρτυρας]]<br />δ) «οὐκ οἶδ' εἰ» — δεν [[γνωρίζω]] [[κατά]] πόσον<br />ε) «οὐκ οἶδ' εἴ τις [[ἄλλος]]» — ίσως [[κανένας]] [[άλλος]]<br />στ) «οἶδ' ὅτι» και «ἴσθ' οτι» και «εὖ [[οἶδα]] ὅτι»<br />(ελλειπτικώς) (<b>ως επίρρ.</b>) το [[ξέρω]] αυτό, βεβαίως, ασφαλώς, βεβαιότατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. με σημ. ενεστ. του ρήματος [[εἴδω]] / [[εἴδομαι]] «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]». Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>woid</i>- της ΙΕ ρίζας <i>weid</i>- με σημ. «[[βλέπω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>εἴδον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έ</i>-<i>Fıδ</i>-<i>oν</i>, αορ. β' του <i>ὁρῶ</i> από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), [[αλλά]] και «[[γνωρίζω]], [[ξέρω]]». Η δεύτερη σημ. της ρίζας προέκυψε ακριβώς από τον παρακμ. [[οἶδα]] «έχω δει», άρα «[[γνωρίζω]], [[ξέρω]]». Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγονται ο ενεστ. [[εἴδω]] και η λ. [[εἶδος]], ενώ στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]], [[εκτός]] από τον αόρ. [[εἶδον]], τα παράγωγα του [[οἶδα]]: [[ἵστωρ]](> [[ιστορία]]), [[ἴδρις]], το ρ. [[ἰνδάλλομαι]] και το ουσ. [[νῆις]]. To (<i>F</i>)<i>oĩδa</i> αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>veda</i>, το β' εν. [[οἶσθα]] με αρχ. ινδ. <i>vettha</i>, ενώ το α' πληθ. [[ἴδμεν]] με αρχ. ινδ. <i>vidma</i>. To ρ. [[επίσης]] συνδέεται με γοτθ. <i>wait</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>wise</i> «[[σοφός]]»), αρχ. σλαβ. <i>vede</i> και λατ. <i>vidi</i>, ενεργ. παρακμ. του <i>video</i>. Στη Λατινική, εξάλλου, μαρτυρείται τ. ενεστ. <i>video</i> «[[βλέπω]]», που ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] τή ρίζας, τ. που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική. Η [[κλίση]] του [[οἶδα]] στην αττική διάλεκτο εμφανίζει [[μεγάλη]] μεταπτωτική [[ποικιλία]] ανά αριθμό και [[έγκλιση]]. Το β' εν. της ορστ. [[οἶσθα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Foiδ</i>-<i>θα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>woid</i>-<i>tha</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἦσθα]], β' εν. του [[εἰμί]]) και το γ' εν. <i>οἶδε</i> σχηματίστηκαν από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]], ενώ ο πληθ. της ορστ., <i>ἴσμεν</i>, <i>ἴστε</i>, <i>ἴσασι</i>, από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>ιδ</i>-). To β' πληθ. <i>ἴστε</i> προέρχεται φωνητικά από <i>Fιδ</i>-<i>τε</i>, ενώ το α' πληθ. <i>ἴσμεν</i> και το γ' πληθ. <i>ἴσασι</i> έχουν -<i>σ</i>- κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το β' πληθ. Ο αναμενόμενος [[πάντως]] τ. α' πληθ. [[ἴδμεν]] μαρτυρείται στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο. Η ανώμαλη αυτή [[κλίση]] απλοποιήθηκε στις άλλες διαλέκτους. Η ιωνική [[διάλεκτος]] γενίκευσε το [[θέμα]] με τον φωνηεντισμό -<i>ο</i>- ([[οἶδας]], <i>οἴδαμεν</i>, <i>οἴδατε</i>, <i>οἴδασι</i>), τ. που χρησιμοποίησε αργότερα και η Κοινή. Στην προστ. όλοι οι τ. [[ἴσθι]], [[ἴστω]], <i>ἴστε</i>, <i>ἴστων</i> ερμηνεύονται φωνητικά με [[βάση]] τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>F</i>)<i>ıδ</i>-. Η υποτακτ. του [[οἶδα]] έχει σχηματιστεί από την απαθή [[βαθμίδα]] (<i>F</i>)<i>ειδ</i>- με συνηρημένη [[μορφή]] (<i>εἰδῶ</i>, <i>εἰδῇς</i>, <i>εἰδῇ</i> <b>κ.λπ.</b>) και ανάγεται πιθ. σε θ. <i>ειδ</i>- (<b>πρβλ.</b> μέλλ. <i>εἰδήσω</i>) με [[βράχυνση]] του -<i>η</i>-. Από θ. (<i>F</i>)<i>ειό</i>- με [[παρέκταση]] -<i>ε</i>- (πιθ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ειδη</i>-) έχει σχηματιστεί και η ευκτ. [[εἰδείην]], <i>εἰδείης</i> κ.λπ. Στο απρμφ. η επική [[γλώσσα]] γνωρίζει μόνον τ. με μηδενισμένη [[βαθμίδα]]: <i>ἴδμεναι</i> και [[ἴδμεν]]<br />ο ιων. αττ. τ. [[εἰδέναι]] φαίνεται ότι [[είναι]] [[νεωτερισμός]]. Η μτχ. <i>εἰδώς</i>, <i>εἰδυῖα</i>, <i>εἰδώς</i> ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας, ενώ η ομηρική [[γλώσσα]] παρουσιάζει τ. θηλυκού (<i>F</i>)<i>ιδυῖα</i> από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]]. Πρόβλημα παρουσιάζει, [[τέλος]], η [[κλίση]] του υπερσ. με σημ. παρατ. <i>ᾔδη</i>, <i>ᾔδησθα</i>, <i>ᾔδη</i>, <i>ᾔδεμεν</i>, <i>ᾔδετε</i>, <i>ᾔδεσαν</i> και στη νέα αττ. <i>ᾔδειν</i>, <i>ᾔδεις</i>, <i>ᾔδει</i> κ.λπ. Αρχαιότερος τ. θεωρείται το γ' εν. [[πρόσωπο]] <i>ᾔδη</i>, που ανάγεται στο θ. <i>είδη</i>- του μέλλ. <i>είδήσω</i>, ενώ ο πληθ. <i>ᾔδε</i>- δίνει την [[εντύπωση]] ότι οφείλεται σε [[μετάπτωση]] <i>ᾐδη</i><br />/ <i>ᾐδε</i>-, [[αλλά]] η [[καταγωγή]] του συστήματος παραμένει ανεξήγητη: αποτελεί [[δημιουργία]] της ελληνικής γλώσσας και [[είναι]] παρακινδυνευμένο να αναζητηθεί ινδοευρωπαϊκή [[προέλευση]]. Σημασιολογικά το ρ. [[οἶδα]] καλύπτει τη σημ. του [[ἐπίσταμαι]], [[αλλά]] διαφέρει στο ότι το ρ. [[οἶδα]] εκφράζει [[γνώση]] γενική και θεωρητική, ενώ το ρ. [[ἐπίσταμαι]] [[γνώση]] που στηρίζεται αποκλειστικά σε πρακτικά δεδομένα, σε [[παρατήρηση]] και [[εφαρμογή]]. Θα λέγαμε ότι το [[οἶδα]] εκφράζει σημασιολογικά και τα δύο [[μαζί]] γνωστικά ρήματα, το [[ἐπίσταμαι]] και το [[γιγνώσκω]]. Στη Νεοελληνική με τη σημ. του [[οἶδα]] χρησιμοποιούνται τα ρ. [[γνωρίζω]] και [[ξέρω]]]. | ||
}} | }} |