ἀλαλαί: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(nl)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀλαλάι, το (Μ)<br />[[αλαλαγμός]], [[θόρυβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλαλάγιον</i>, υποκορ. του αρχ. ουσιαστ. [[ἀλαλαγή]]. Για τον σχηματισμό της λ. <i>ἀλαλάι</i> <b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀγωγή]] &GT; [[ἀγώγιον]] &GT; <i>ἀγώγι</i> και <i>ἀγώι</i>, <i>ἀλαγή</i> &GT; [[ἀλλάγιον]] &GT; <i>ἀλλάι</i>, [[βασταγή]] &GT; [[βαστάγιον]] &GT; [[βαστάγι]] και <i>βαστάι</i>, [[καθώς]] και τα: [[καταφυγὴ]] &GT; [[καταφύγιον]], <i>καταγωγὴ</i> &GT; [[καταγώγιον]].<br />ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α)<br /><b>1.</b> [[επιφώνημα]] χαράς.<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ἀλαλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του επιφωνήματος [[ἀλαλά]]].
|mltxt=ἀλαλάι, το (Μ)<br />[[αλαλαγμός]], [[θόρυβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλαλάγιον</i>, υποκορ. του αρχ. ουσιαστ. [[ἀλαλαγή]]. Για τον σχηματισμό της λ. <i>ἀλαλάι</i> <b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀγωγή]] > [[ἀγώγιον]] > <i>ἀγώγι</i> και <i>ἀγώι</i>, <i>ἀλαγή</i> > [[ἀλλάγιον]] > <i>ἀλλάι</i>, [[βασταγή]] > [[βαστάγιον]] > [[βαστάγι]] και <i>βαστάι</i>, [[καθώς]] και τα: [[καταφυγὴ]] > [[καταφύγιον]], <i>καταγωγὴ</i> > [[καταγώγιον]].<br />ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α)<br /><b>1.</b> [[επιφώνημα]] χαράς.<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ἀλαλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του επιφωνήματος [[ἀλαλά]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:24, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλᾰλαί Medium diacritics: ἀλαλαί Low diacritics: αλαλαί Capitals: ΑΛΑΛΑΙ
Transliteration A: alalaí Transliteration B: alalai Transliteration C: alalai Beta Code: a)lalai/

English (LSJ)

or ἀλαλαλαί [ᾰλ], exclam. of joy, in formula

   A ἀλαλαὶ ἰὴ παιών Ar.Av.1763, Lys.1291. ἀλαλάξιος, god of the war-cry, epith. of Ares, Corn.ND21; of Zeus, Call.Aet.3.1.60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλᾰλαί: [ᾰ], ἐπιφώνημα χαρᾶς, ἐν τῇ φράσει: ἀλαλαί ἰὴ παιήων, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1763, Λυσ. 1291, καὶ ἐκ διορθώσεως ἐν Ὄρ. 953, ἀντὶ ἀλαλάν· πλεῖσται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἀλαλαλαὶ ἐπὶ τῇ βάσει ἄλλων κωδίκων· ὑπάρχουσι καὶ γραφαί: ἀλλαλαί, ἀλλαλή.

Spanish (DGE)

(ἀλᾰλαί)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 alalai grito de triunfo ἀλαλαὶ ἰὴ παιών Ar.Au.1763, Lys.1291
o de júbilo, Ar.Au.951.
2 alalai grito de dolor, de donde desgracia, catástrofe Ἀδελφέ, οὐαὶ καὶ ἀλαλαὶ τῷ γένει ἡμῶν Bars.Resp.600.45.

• Etimología: Onomat.

Greek Monolingual

ἀλαλάι, το (Μ)
αλαλαγμός, θόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαλάγιον, υποκορ. του αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό της λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι και βαστάι, καθώς και τα: καταφυγὴ > καταφύγιον, καταγωγὴ > καταγώγιον.
ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α)
1. επιφώνημα χαράς.
2. ως ουσ. βλ. ἀλαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επιφωνήματος ἀλαλά].

Greek Monotonic

ἀλᾰλαί ή ἀλαλαλαί: [ᾰλ], επιφών. χαράς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

exclamation of joy, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαλαί en ἀλαλαλαί, onomat., interj., uitroep van blijdschap, vergelijkbaar met ons hoera! of olé!.