πραϋντικός: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(4) |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρᾱϋντικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] στο να | |lsmtext='''πρᾱϋντικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρᾱϋντικός:''' успокаивающий: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства. | |elrutext='''πρᾱϋντικός:''' успокаивающий: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πρᾱϋντικός, ή, όν<br />fit for [[appeasing]], Arist. from [[πραΰνω] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:59, 9 February 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for appeasing, Arist.Rh. 1380a31: esp. Medic., relieving, ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. Sor.2.38.
German (Pape)
[Seite 696] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πραϋντικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν κατάλληλος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: πραΰνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πραϋντικός, -ή, -όν, ΝΑ πραϋντής
1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός
2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός.
επίρρ...
πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν
κατά τρόπο πραϋντικό.
Greek Monotonic
πρᾱϋντικός: -ή, -όν, κατάλληλος στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱϋντικός: успокаивающий: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства.
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρᾱϋντικός, ή, όν
fit for appeasing, Arist. from [[πραΰνω]
}}