εύθειος: Difference between revisions
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(15) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο(ν)<br /> (για άντρα)<br /> <b>1.</b> [[ολοκληρωμένος]], [[σωστός]] (ὅτε δὲ ὁ εὐγενικὸς Διγενὴς εἰς τὸ [[μέτρον]] ἔφθασεν τῆς | |mltxt=-ο(ν)<br /> (για άντρα)<br /> <b>1.</b> [[ολοκληρωμένος]], [[σωστός]] (ὅτε δὲ ὁ εὐγενικὸς Διγενὴς εἰς τὸ [[μέτρον]] ἔφθασεν τῆς αὑτοῦ ἡλικίας καὶ εἰς τοὺς ἄνδρες εὔθειος ἀνὴρ προσεγεγόνει», Διγ. Ακρ.)<br /> <b>2.</b> [[ικανός]] («ἵππον εὔθειον», Διγ. Ακρ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθε</i>- ([[ευθύς]], γεν. <i>ευθέος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
-ο(ν)
(για άντρα)
1. ολοκληρωμένος, σωστός (ὅτε δὲ ὁ εὐγενικὸς Διγενὴς εἰς τὸ μέτρον ἔφθασεν τῆς αὑτοῦ ἡλικίας καὶ εἰς τοὺς ἄνδρες εὔθειος ἀνὴρ προσεγεγόνει», Διγ. Ακρ.)
2. ικανός («ἵππον εὔθειον», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθε- (ευθύς, γεν. ευθέος) + -ιος].