λοιπόν: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>") |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[λοιπόν]], Μ και [[λοιπός]])<br />(άναρθρο και έναρθρο) (ως [[σύνδεσμος]] [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] και [[μεταβατικός]]) άρα, [[συνεπώς]], ώστε, [[επομένως]] (α. «[[αφού]] [[λοιπόν]] δεν έρχεσαι, θα πάω [[μόνος]] μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν | |mltxt=(AM [[λοιπόν]], Μ και [[λοιπός]])<br />(άναρθρο και έναρθρο) (ως [[σύνδεσμος]] [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] και [[μεταβατικός]]) άρα, [[συνεπώς]], ώστε, [[επομένως]] (α. «[[αφού]] [[λοιπόν]] δεν έρχεσαι, θα πάω [[μόνος]] μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῦ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε... [[κλινήρης]]», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ως [[επιφώνημα]] ενισχυτικό ή προκλητικό της προσοχής) στο προκείμενο («[[λοιπόν]], πώς τά βλέπεις τα πράγματα;»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως [[συμπερασματικός]] [[σύνδεσμος]]) γι' αυτό, κι [[έτσι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> στο [[εξής]], [[έπειτα]] («ὁ καιρὸς [[συνεσταλμένος]] τὸ [[λοιπόν]] ἐστι, ἵνα... ὦσι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ως εκ τούτου, [[τότε]] («λοιπὸν [[ἀνάγκη]] συγχωρεῑν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις [[εἶναι]] ψευδεῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτέλους, τελοσπάντων («[[λοιπόν]], ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[λοιπόν]] του επιθ. [[λοιπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> επιρρμ. [[χρήση]] του επιθ. <i>πιθανόν</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λοιπόν:'''<br /><b class="num">I</b> τό оставшаяся или остающаяся часть, остальное, остаток (τὸ λ. τῆς ἡμέρας Xen.): καὶ τὰ λοιπά (в сокращ. κτλ.) Plut. и прочее; τὸ λ. [[ἤδη]] [[ἡμῖν]] ἐστιν σκέψασθαι Plat. нам остается еще рассмотреть.<br /><b class="num">II</b> (τό) (тж. τὰ λοιπά) adv.<br /><b class="num">1)</b> наконец, кроме того, к тому же Plat.;<br /><b class="num">2)</b> в будущем, впредь, отныне Pind., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> все еще NT;<br /><b class="num">4)</b> впрочем NT;<br /><b class="num">5)</b> вслед за этим, затем NT;<br /><b class="num">6)</b> в конце концов NT. | |elrutext='''λοιπόν:'''<br /><b class="num">I</b> τό оставшаяся или остающаяся часть, остальное, остаток (τὸ λ. τῆς ἡμέρας Xen.): καὶ τὰ λοιπά (в сокращ. κτλ.) Plut. и прочее; τὸ λ. [[ἤδη]] [[ἡμῖν]] ἐστιν σκέψασθαι Plat. нам остается еще рассмотреть.<br /><b class="num">II</b> (τό) (тж. τὰ λοιπά) adv.<br /><b class="num">1)</b> наконец, кроме того, к тому же Plat.;<br /><b class="num">2)</b> в будущем, впредь, отныне Pind., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> все еще NT;<br /><b class="num">4)</b> впрочем NT;<br /><b class="num">5)</b> вслед за этим, затем NT;<br /><b class="num">6)</b> в конце концов NT. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
English (Strong)
neuter singular of the same as λοιποί; something remaining (adverbially): besides, finally, furthermore, (from) henceforth, moreover, now, + it remaineth, then.
Greek Monolingual
(AM λοιπόν, Μ και λοιπός)
(άναρθρο και έναρθρο) (ως σύνδεσμος συμπερασματικός, συλλογιστικός και μεταβατικός) άρα, συνεπώς, ώστε, επομένως (α. «αφού λοιπόν δεν έρχεσαι, θα πάω μόνος μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῦ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε... κλινήρης», Μηναί.)
νεοελλ.-μσν.
(ως επιφώνημα ενισχυτικό ή προκλητικό της προσοχής) στο προκείμενο («λοιπόν, πώς τά βλέπεις τα πράγματα;»)
μσν.
(ως συμπερασματικός σύνδεσμος) γι' αυτό, κι έτσι
μσν.-αρχ.
(ως επίρρ.)
1. στο εξής, έπειτα («ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστι, ἵνα... ὦσι», ΚΔ)
2. ως εκ τούτου, τότε («λοιπὸν ἀνάγκη συγχωρεῑν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις εἶναι ψευδεῑς», Πολ.)
3. επιτέλους, τελοσπάντων («λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. λοιπόν του επιθ. λοιπός (πρβλ. επιρρμ. χρήση του επιθ. πιθανόν)].
Russian (Dvoretsky)
λοιπόν:
I τό оставшаяся или остающаяся часть, остальное, остаток (τὸ λ. τῆς ἡμέρας Xen.): καὶ τὰ λοιπά (в сокращ. κτλ.) Plut. и прочее; τὸ λ. ἤδη ἡμῖν ἐστιν σκέψασθαι Plat. нам остается еще рассмотреть.
II (τό) (тж. τὰ λοιπά) adv.
1) наконец, кроме того, к тому же Plat.;
2) в будущем, впредь, отныне Pind., Plat.;
3) все еще NT;
4) впрочем NT;
5) вслед за этим, затем NT;
6) в конце концов NT.