λοιδορώ: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(23) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α λοιδορῶ, -έω)<br />[[υβρίζω]], [[κακολογώ]], [[σκώπτω]], [[χλευάζω]] («τὸν ἀρχιερέα | |mltxt=(Α λοιδορῶ, -έω)<br />[[υβρίζω]], [[κακολογώ]], [[σκώπτω]], [[χλευάζω]] («τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιπλήττω]], [[επιτιμώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>λοιδοροῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[κακολογώ]], [[υβρίζω]] («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (ως αλληλοπαθές) αλληλοκατηγορούμαι («λοιδορεῑσθαι δ' οὐ [[πρέπει]] ἄνδρας ποιητάς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. ρ. του οποίου το α' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>lun</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[κόβω]]», [[καθώς]] και με το <i>λύω</i>, ενώ το β' συνθετικό με το [[δέρω]] «[[γδέρνω]]». Η [[άποψη]] αυτή παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από κάποιο αμάρτυρο <i>λοίδος</i> «[[παιχνίδι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ludus</i>) πλάσθηκε ένα [[επίσης]] αμάρτυρο παρ. <i>λοιδόλης</i> ([[τύπος]]: [[μαινόλης]]), το οποίο με [[ανομοίωση]] έδωσε <i>λοιδόρης</i> και το οποίο μεταπλάστηκε σε [[λοίδορος]]. Η κυριότερη [[αδυναμία]] της απόψεως αυτής [[είναι]] ότι θεωρεί το [[λοιδορώ]] παρ. του [[λοίδορος]], ενώ το τελευταίο [[είναι]] αναμφισβήτητα πολύ μεταγενέστερο του ρ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λοιδορία]], [[λοίδορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοιδόρημα]], [[λοιδόρησις]], [[λοιδορησμός]], [[λοιδορητικός]], [[λοιδοριστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντιλοιδορώ]], <i>απολοιδορώ</i>, [[επιλοιδορώ]], [[καταλοιδορώ]], [[προσεκλοιδορώ]], [[προσλοιδορώ]], [[συλλοιδορώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
Greek Monolingual
(Α λοιδορῶ, -έω)
υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ)
αρχ.
1. επιπλήττω, επιτιμώ
2. μέσ. λοιδοροῡμαι, -έομαι
α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.)
β) (ως αλληλοπαθές) αλληλοκατηγορούμαι («λοιδορεῑσθαι δ' οὐ πρέπει ἄνδρας ποιητάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. ρ. του οποίου το α' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. ινδ. lunāti «κόβω», καθώς και με το λύω, ενώ το β' συνθετικό με το δέρω «γδέρνω». Η άποψη αυτή παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Κατ' άλλη άποψη, από κάποιο αμάρτυρο λοίδος «παιχνίδι» (πρβλ. λατ. ludus) πλάσθηκε ένα επίσης αμάρτυρο παρ. λοιδόλης (τύπος: μαινόλης), το οποίο με ανομοίωση έδωσε λοιδόρης και το οποίο μεταπλάστηκε σε λοίδορος. Η κυριότερη αδυναμία της απόψεως αυτής είναι ότι θεωρεί το λοιδορώ παρ. του λοίδορος, ενώ το τελευταίο είναι αναμφισβήτητα πολύ μεταγενέστερο του ρ.
ΠΑΡ. λοιδορία, λοίδορος
αρχ.
λοιδόρημα, λοιδόρησις, λοιδορησμός, λοιδορητικός, λοιδοριστής.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντιλοιδορώ, απολοιδορώ, επιλοιδορώ, καταλοιδορώ, προσεκλοιδορώ, προσλοιδορώ, συλλοιδορώ].