ξυλώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ξυλώδης]], -ῶδες) [[ξύλον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]], [[ξυλοειδής]], [[σκληρός]] και [[τραχύς]] σαν [[ξύλο]] («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ξύλα, [[πλούσιος]] σε ξύλα<br />2.<b>φρ.</b> «ξυλώδες [[φυτό]]» — το [[φυτό]] που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «τὸ ξυλῶδες τοῡ λόγου» — η [[ακαμψία]], η [[σκληρότητα]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φύση]] του ξύλου<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξύλου, [[φαιός]] ή [[καστανός]] («καὶ τοῑς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ξυλώδης]], -ῶδες) [[ξύλον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]], [[ξυλοειδής]], [[σκληρός]] και [[τραχύς]] σαν [[ξύλο]] («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ξύλα, [[πλούσιος]] σε ξύλα<br />2.<b>φρ.</b> «ξυλώδες [[φυτό]]» — το [[φυτό]] που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η [[ακαμψία]], η [[σκληρότητα]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φύση]] του ξύλου<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξύλου, [[φαιός]] ή [[καστανός]] («καὶ τοῑς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ξῠλώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; ὁ [[πυρός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).
|elrutext='''ξῠλώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; ὁ [[πυρός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:45, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλώδης Medium diacritics: ξυλώδης Low diacritics: ξυλώδης Capitals: ΞΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: xylṓdēs Transliteration B: xylōdēs Transliteration C: ksylodis Beta Code: culw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A woody, hard as wood, Hp.Vict.2.65, Arist.Mete.387a32, Thphr.HP 6.2.2 (Sup.),7.9.3, Plu.2.953d ; of the nature of wood, Corn.ND 19.    II of the colour of wood, brown, Thphr.HP7.3.2.

German (Pape)

[Seite 282] ες, = ξυλοειδής, auch = holzreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ξύλον, σκληρὸς ὡς ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de la nature du bois, ligneux.
Étymologie: ξύλον, -ώδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ξυλώδης, -ῶδες) ξύλον
αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα
2.φρ. «ξυλώδες φυτό» — το φυτό που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό
μσν.
φρ. μτφ. «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η ακαμψία, η σκληρότητα του λόγου
αρχ.
1. αυτός που έχει τη φύση του ξύλου
2. αυτός που έχει το χρώμα του ξύλου, φαιός ή καστανός («καὶ τοῑς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).

Russian (Dvoretsky)

ξῠλώδης:
1) похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; ὁ πυρός Plut.);
2) жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).