προσέχω: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> έχω στρέψει την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], [[σκέπτομαι]], [[παρατηρώ]] ή [[παρακολουθώ]] [[κάτι]] με [[ενδιαφέρον]] (α. «πρόσεχε στο [[μάθημα]]» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[διακρίνω]] (α. «ήταν κι αυτός [[εκεί]] [[αλλά]] δεν τον πρόσεξα» β. «προσοχὼν εὐφυῆ τὸν νεανίσκον», Παλλάδ.)<br /><b>3.</b> [[βλέπω]] με [[συμπάθεια]], [[διάκειμαι]] ευμενώς (α. «[[πάντα]] μέ πρόσεχε ο δάσκαλός μου» β. «ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῑς θυσίαις αὐτοῡ οὐ προσέσχε», ΠΔ)<br /><b>4.</b> αφοσιώνομαι σε [[κάτι]], επιδίδομαι σε [[κάτι]] με [[επιμέλεια]] (α. «δεν προσέχει τα [[παιδιά]] του» β. «προσεῑχε τε ἤδη μᾱλλον τῷ κατὰ θάλασσαν πολέμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> προφυλάσσομαι, [[φυλάγομαι]] από [[κάτι]] (α. «να προσέχεις μην κρυολογήσεις» β. «προσέχετε ἑαυτοῑς ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν [[ὑπόκρισις]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] με ερωτικό [[ενδιαφέρον]] («δεν τον πρόσεξε [[καμιά]] [[γυναίκα]]»)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] την [[αξία]] ενός πράγματος, [[θεωρώ]] ότι [[κάτι]] έχει [[αξία]] («όσο ζούσε, το [[έργο]] του ελάχιστοι το πρόσεξαν»)<br /><b>3.</b> [[επιτηρώ]] κάποιον με [[δυσπιστία]], [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον («να προσέχεις αυτόν τον φίλο σου και να μού πεις τί κάνει»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[προσεγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />επιμελημένος, [[φροντισμένος]]<br /><b>5.</b> (στην προστ.) (ως απειλητική [[προειδοποίηση]]) <i>πρόσεχε</i><br />έχε τον νου σου, να είσαι [[προσεκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλέπω]], [[είμαι]] στραμμένος [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] («ἐν φωλεῷ... πρὸς ἀνατολὴν προσέχοντι», Επιφάν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεωρώ]] κάποιον ως... («ὡς στασιασταῑς προσεῑχον αὐτοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[ακόμη]], έχω επί [[πλέον]] («δεῑ ἄρα καὶ τοῡτο προσέχειν τὸ [[μάθημα]], ὃ ζητοῡμεν πρὸς ἐκείνῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] επί [[πλέον]], [[συμπεριλαμβάνω]] στον λογαριασμό («καὶ τὴν οἰκίαν ἐν δισχιλίαις προσέξεις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[προς]] ένα [[σημείο]] («προσῑσχε τὴν ἀσπίδα πρὸς τὸ [[δάπεδον]] τῆς πόλεως», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]] σε κάποιον («αὐτή τ' ἐπισχεῑν μαστὸν τὠνείρατι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[επιθέτω]] («προσέχειν χλιάσματα», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[οδηγώ]] κάποιον κάποιου («τίς σ', ὦ [[τέκνον]], προσέσχε, τίς προσήγαγε [[χρεία]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[πλοίο]]) [[προσεγγίζω]] σε έναν [[τόπο]], [[αράζω]] (α. «προσχόντες τὰς [[νέας]] ἀπέβησαν ἐς τὸν αἰγιαλόν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ἐπείτε]] τάχιστα πρὸς τὴν Σίφνον προσίσχον οἱ Σάμιοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] ένα [[σημείο]] («καὶ χρονίζοντος πατρὸς παῑδες προσέσχον ὄμμ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> οξύνομαι [[συνεχώς]], μεγαλώνει η [[ένταση]] μου («ἡ νοῡσος προσέχει», Ιπποκρ.<br />«ἡ [[ὀδύνη]] προσέχει», Ιπποκρ.)<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσέχομαι</i><br />α) [[είμαι]] πιασμένος από [[κάπου]], προσκολλώμαι [[κάπου]] («οἱ πολύποδες οὕτω προσέχονται [[ὥστε]] μὴ ἀποσπᾱσθαι», <b>Αριστοτ.</b>) β) [[συνδέω]] την [[τύχη]] μου, αναμιγνύομαι ενεργά σε [[κάτι]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσέχω]] τὸν νοῡν [τὴν γνώμην, τὴν διάνοιαν]» — έχω στραμμένη την [[προσοχή]] μου<br />β) «[[προσέχω]] νηΐ» — [[προσεγγίζω]] με το [[πλοίο]], [[αράζω]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> έχω στρέψει την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], [[σκέπτομαι]], [[παρατηρώ]] ή [[παρακολουθώ]] [[κάτι]] με [[ενδιαφέρον]] (α. «πρόσεχε στο [[μάθημα]]» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[διακρίνω]] (α. «ήταν κι αυτός [[εκεί]] [[αλλά]] δεν τον πρόσεξα» β. «προσοχὼν εὐφυῆ τὸν νεανίσκον», Παλλάδ.)<br /><b>3.</b> [[βλέπω]] με [[συμπάθεια]], [[διάκειμαι]] ευμενώς (α. «[[πάντα]] μέ πρόσεχε ο δάσκαλός μου» β. «ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῑς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε», ΠΔ)<br /><b>4.</b> αφοσιώνομαι σε [[κάτι]], επιδίδομαι σε [[κάτι]] με [[επιμέλεια]] (α. «δεν προσέχει τα [[παιδιά]] του» β. «προσεῑχε τε ἤδη μᾱλλον τῷ κατὰ θάλασσαν πολέμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> προφυλάσσομαι, [[φυλάγομαι]] από [[κάτι]] (α. «να προσέχεις μην κρυολογήσεις» β. «προσέχετε ἑαυτοῑς ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν [[ὑπόκρισις]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] με ερωτικό [[ενδιαφέρον]] («δεν τον πρόσεξε [[καμιά]] [[γυναίκα]]»)<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] την [[αξία]] ενός πράγματος, [[θεωρώ]] ότι [[κάτι]] έχει [[αξία]] («όσο ζούσε, το [[έργο]] του ελάχιστοι το πρόσεξαν»)<br /><b>3.</b> [[επιτηρώ]] κάποιον με [[δυσπιστία]], [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον («να προσέχεις αυτόν τον φίλο σου και να μού πεις τί κάνει»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[προσεγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />επιμελημένος, [[φροντισμένος]]<br /><b>5.</b> (στην προστ.) (ως απειλητική [[προειδοποίηση]]) <i>πρόσεχε</i><br />έχε τον νου σου, να είσαι [[προσεκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλέπω]], [[είμαι]] στραμμένος [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] («ἐν φωλεῷ... πρὸς ἀνατολὴν προσέχοντι», Επιφάν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεωρώ]] κάποιον ως... («ὡς στασιασταῑς προσεῑχον αὐτοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[ακόμη]], έχω επί [[πλέον]] («δεῑ ἄρα καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ [[μάθημα]], ὃ ζητοῦμεν πρὸς ἐκείνῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] επί [[πλέον]], [[συμπεριλαμβάνω]] στον λογαριασμό («καὶ τὴν οἰκίαν ἐν δισχιλίαις προσέξεις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[προς]] ένα [[σημείο]] («προσῑσχε τὴν ἀσπίδα πρὸς τὸ [[δάπεδον]] τῆς πόλεως», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]] σε κάποιον («αὐτή τ' ἐπισχεῑν μαστὸν τὠνείρατι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[επιθέτω]] («προσέχειν χλιάσματα», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[οδηγώ]] κάποιον κάποιου («τίς σ', ὦ [[τέκνον]], προσέσχε, τίς προσήγαγε [[χρεία]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[πλοίο]]) [[προσεγγίζω]] σε έναν [[τόπο]], [[αράζω]] (α. «προσχόντες τὰς [[νέας]] ἀπέβησαν ἐς τὸν αἰγιαλόν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ἐπείτε]] τάχιστα πρὸς τὴν Σίφνον προσίσχον οἱ Σάμιοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] ένα [[σημείο]] («καὶ χρονίζοντος πατρὸς παῑδες προσέσχον ὄμμ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> οξύνομαι [[συνεχώς]], μεγαλώνει η [[ένταση]] μου («ἡ νοῡσος προσέχει», Ιπποκρ.<br />«ἡ [[ὀδύνη]] προσέχει», Ιπποκρ.)<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσέχομαι</i><br />α) [[είμαι]] πιασμένος από [[κάπου]], προσκολλώμαι [[κάπου]] («οἱ πολύποδες οὕτω προσέχονται [[ὥστε]] μὴ ἀποσπᾱσθαι», <b>Αριστοτ.</b>) β) [[συνδέω]] την [[τύχη]] μου, αναμιγνύομαι ενεργά σε [[κάτι]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσέχω]] τὸν νοῡν [τὴν γνώμην, τὴν διάνοιαν]» — έχω στραμμένη την [[προσοχή]] μου<br />β) «[[προσέχω]] νηΐ» — [[προσεγγίζω]] με το [[πλοίο]], [[αράζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσέχω Medium diacritics: προσέχω Low diacritics: προσέχω Capitals: ΠΡΟΣΕΧΩ
Transliteration A: proséchō Transliteration B: prosechō Transliteration C: prosecho Beta Code: prose/xw

English (LSJ)

(Cypr. ποέχω (q.v.)) and προσίσχω: aor. προσέσχον:—

   A hold to, offer, προσέσχε μαζὸν [δράκοντι] A.Ch.531; hold against, [τὴν ἀσπίδα] προσῖσχε πρὸς τὸ δάπεδον Hdt.4.200; apply, χλιάσματα Hp. Mul.2.129.    2 π. ναῦν bring a ship to port, προσσχόντες τὰς νέας Hdt.9.99; Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν E.Or.362; τίς σε προσέσχε . . χρεία; brought thee to land here? S.Ph.236; <ναῦν> πρὸς τὴν γῆν προσσχεῖν D.C.42.4: more freq. without ναῦν, put in, touch at a place, προσσχεῖν ἐς Τύρον, ἐς τὴν Σάμον, etc., Hdt.1.2, 3.48, al.; πρὸς τὴν Σίφνον προσῖσχον ib.58: c. dat. loci, π. τῇ γῇ Id.4.156; τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις Th.4.30; Λιβύῃ κατὰ τὴν Μαυρουσίαν Plu.Sert.7: c. acc. loci, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; S.Ph.244, cf. Plb.2.9.2: abs., land, Hdt.2.182, etc.: with words added, πλέων δι' Ἑλλησπόντου π. ἐς Κύζικον Id.4.76, cf. 6.119; ναυσὶ προσσχεῖν Th.4.11; τῇ νηῒ π. εἰς Ῥόδον D.56.9; ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα, of a shipwrecked sailor, Plu.2.1103e.    3 turn to or towards a thing, π. ὄμμα E.HF931: mostly, π. τὸν νοῦν turn one's mind, attention to a thing, be intent on it, τοῖς ἀναπαίστοις Ar.Eq.503; ἐμοί ib.1014, cf. 1064, X.An.2.4.2, etc.; π. τὸν νοῦν τινι give heed to him, pay court to him, Id.Cyr.5.5.40; ἑαυτῷ π. τὸν νοῦν to be thinking with himself, in a fit of abstraction, Pl.Smp.174d; also πρὸς τὴν ἑαυτοῦ κατηγορίαν π. τὸν νοῦν Antipho 3.4.1; πρὸς τούτοις Ar.Nu.1010; π. τὸν νοῦν μὴ . .take heed lest... Pl.R.432b, etc.: abs., πρόσεχε τὸν νοῦν Cratin. 284, Pherecr.154, Ar.Pl.113, etc.; δεῦρο τὸν νοῦν προσέχετε Id.Nu. 575, cf.Pl.Smp.217b; προσεχέτω τὸν νοῦν let him take heed, as a warning, Ar.Nu.1122; also τὴν γνώμην π. Id.Ec.600, Th.1.95, 2.11, 5.26, 7.15; π. τὴν διάνοιαν ὡς πράξει μεγίστῃ Plu.Num.14; but περὶ τούτου τῇ διανοίᾳ π. IG7.2225.44 (ii B.C.); π. τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ῥῆμα Κυρίου LXXEx. 9.21.    4 without τὸν νοῦν, μὴ πρόσισχε . . βουκόλοις Cratin.286; σαυτῷ π. Ar.Ec.294 (lyr.), X.Mem.3.7.9; π. ἑαυτοῖς ἀπό τινος to be on one's guard against, Ev.Luc.12.1; πρόσεχ' οἷς φράζω attend to what I shall tell you, Mnesim.4.21 (anap.), cf. D.10.3, etc.; π. τῶν ἐμπείρων . . ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι Arist.EN1143b11; τῷ πολλῷ χρόνῳ Id.Pol.1264a2; π. τοῖς νόμοις Id.Fr.539; τοῖς χιλιάρχοις take orders from them, Plb. 6.37.7; also π. ἐπί τινι LXX Ge.4.5: abs., πρόσεχε, κἀγώ σοι φράσω Athenio 1.8; προσέχων ἀκουσάτω attentively, D.21.8; πρόσσχες An. Ox.1.121: also c. acc., προσέχων τε ταῦτα Critias 25.19 D.; οὐ προσέχει τὰ πράγματα Philem.73.4; π. νόμον θεοῦ LXX Is.1.11, cf. Ex.34.11: also π. ἀπὸ τῶν ἁγίων, τῶν γραμματέων, ib.Le.22.2, Ev.Luc.20.46; π. τοῦ μὴ φαγεῖν αἷμα LXX De.12.23; π. ἵνα μὴ μαστιγωθῇς ib.2 Ch.25.16.    b devote oneself to a thing, c. dat., γυμνασίοισι Hdt.9.33; τοῖς ἔργοις Ar.Pl.553; τοῖς ναυτικοῖς Th.1.15; τῷ πολέμῳ Id.7.4; πλούτῳ Pl.Alc.1.122d; τούτῳ τῷ ἀγῶνι Lycurg.10; τοῖς κοινοῖς, γεωργίᾳ καὶ εἰρήνῃ, Plu.Cat.Mi.19, Hdn.2.11.3, etc.:—abs., ἐντεταμένως, προθύμως π., Hdt.1.18, 8.128.    5 continue, ἡ νοῦσος, ἡ ὀδύνη π., Hp.Int. 11,7.    6 Med., attach oneself to a thing, cling, cleave to it, ὅ τι πρόσσχοιτο τοῦ πηλοῦ τῷ κοντῷ Hdt.2.136; ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ar.V.105, cf. Pl.1096; τῷ τοίχῳ Arist.HA555a1: abs., οἱ πολύποδες οὕτω π. ὥστε μὴ ἀποσπᾶσθαι ib.534b27.    b metaph., devote oneself to the service of any one, esp. a god, Pi.P.6.51 (dub.).    7 Pass., to be held fast by a thing, ὑπό τινος E.Ba.756; to be attached to it, πρὸς τῷ στήθει Hp.Art.14; πρὸς τῷ δένδρῳ προσέχεσθαι, of gum, stick to, Thphr.HP9.4.4: metaph., to be implicated in, τῷ ἄγει Th.1.127.    II have besides or in addition, δεῖ καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ μάθημα Pl.R.521d, cf. D.31.7, etc.

German (Pape)

[Seite 763] (s. ἔχω), dazu, außerdem haben; Soph. Ant. 208; δεῖ καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ μάθημα, Plat. Rep. VII, 5214; τὴν οἰκίαν ἐν δισχιλίαις προσέξεις, Dem. 31, 7; – daran-, hinanhalten, -bringen, darreichen, μαζόν, Aesch. Ch. 524; annähern, τίς σε προσέσχε, τίς προσήγαγεν χρεία; Soph. Phil. 236, welche Noth trieb dich (mit dem Schiffe) hierher; bes. ναῦν, das Schiff einer Gegend nähern, προσσχόντες τὰς νῆας, Her. 9, 99, u. oft ohne diesen accus., also scheinbar intrans., mit einem Schiffe anlanden, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν, Soph. Phil. 244; προσσχεῖν ἐς τὴν Ἀσίην, ἐς Τύρον, ἐς τὴν Σάμον, Her. 1, 2. 3, 48. 4, 145. 5, 63 u. sonst; auch πρός τι, 3, 58, u. τῇ γῇ, τῇ νήσῳ, 4, 157, u. absolut ohne Angabe des Ortes, 2, 182. 4, 42. 6, 33; auch steht πλέοντες dabei, 6, 119; τῇ νηῒ εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 9; Sp.; προσέχειν Λιλυβαίῳ, τῇ Σικελίᾳ, Pol. 1, 24, 2. 25, 9; πρὸς τὴν Ἀπολλωνίαν, 2, 11, 8. – Wie Eur. sagt παῖδες προσέσχον ὄμμα, sie richteten ihr Auge darauf, Herc. Fur. 341, so wird bes. νοῦν προσέχειν gesagt: seinen Geist, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richten, u. ohne νοῦν, προσέχειν ἑαυτῷ, τοῖς ἔργοις, Ar. Eccl. 294 Plut. 553; πρόσεχε τὸν νοῦν, Plat. Polit. 259 d; Conv. 217 b u. öfter; auch ἑαυτῷ, bei sich überlegen, 174 d; vgl. Plut. Them. 7; u. ohne νοῦν, εἴ τι καὶ πλούτῳ προσέχεις, Plat. Alc. I, 122 d; Phaedr. 272 e; ἆρ' οὖν προσέσχηκάς τι τοῖς τούτων γάμοις, Rep. V, 459 a; Xen. öfter, auch = daran denken, προσέχειν τῇ μονῇ, An. 5, 6, 22; οἱ περὶ τὸν Ἀριαῖον ἧττον τοῖς Ἕλλησι προσέχοντες τὸν νοῦν, sich weniger um sie kümmernd, 2, 4, 2, vgl. Cyr. 5, 5, 40; πρὸς αὐτὰ ταῦτα προσέχουσι τὸν νοῦν, Pol. 15, 36, 9, u. öfter. So auch τὴν γνώμην προσέ χειν, Av. Eccl. 600, Thuc. 5, 26, τῇ ναυμα χίᾳ, 7, 23. u. Sp. – Med. sich woran festhalten, anhaften, τὶν προσέχεται, Pind. P. 6, 51; προσσχέσθαι τινί, Her. 2, 136.

Greek (Liddell-Scott)

προσέχω: καὶ προσίσχω, μέλλ. -ξω, ἀόρ. προσέσχον. Προτείνω, προσφέρω, παρέχω, προσέσχε μαστὸν [δράκοντι] Αἰσχύλ. Χο. 531˙ φέρω πρός, τὴν ἀσπίδα προσίσχειν πρὸς τὸ δάπεδον Ἡρόδ. 4. 100˙ γῇ τὸ σῶμα Πλούτ. 2. 1103 Ε. 2) πρ. ναῦν, φέρω πλοῖον πλησίον τόπου τινός, φέρω αὐτὸ εἰς τὸν λιμένα, προσσχόντες τὰς νῆας Ἡρόδ. 9. 99˙ Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν˙ Εὐρ. Ὀρ. 362˙ τίς σε προσέσχε… χρεία; σὲ ἔφερεν ἐδῶ; Σοφ. Φιλ. 236˙ ναῦς πρὸς τὴν γῆν προσέσχε Δίων Κ. 42. 4˙ ― καθόλου ἄνευ τοῦ ναῦν, προσεγγίζω εἴς τινα τόπον, προσσχεῖν ἐς τὴν Σάμον, ἐς Τύρον, κτλ. Ἡρόδ. 1. 2., 3. 48, πρβλ. 4. 76, 145, 147˙ προσίσχειν πρὸς τὴν Σίφνον, πρὸς τὰς νήσους ὁ αὐτ. 3. 58, 6. 99˙ πρ. κατὰ τὴν Μαυρουσίαν Πλουτ. Σερτ. 7˙ ― ὡσαύτως μετὰ δοτ. τόπου, πρ. τῇ γῇ, τῇ νήσῳ, κτλ., Ἡρόδ. 4. 156˙ τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις Θουκ. 4. 30˙ ― ὡσαύτως μετὰ αἰτ. τόπου, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; Σοφ. Φιλ. 244, πρβλ. Πολύβ. 2. 9, 2˙ ― ἀπολ., ἀράζω, πιάνω εἰς μέρος τι, ἐξέρχομαι εἰς τὴν ξηράν, ἀποβιβάζομαι, Ἡρόδ. 2. 182, κτλ.˙ ― μετὰ συμπληρωματικῶν προσδιορισμῶν, προσέσχον ἐς τὴν Ἀσίην πλέοντες ὁ αὐτ. 6. 119˙ ναυσὶ προσσχεῖν Θουκ. 4. 11˙ πρ. τῇ νηὶ εἰς Ῥόδον Δημ. 1285. 26. 3) στρέφω πρός τι, πρ. ὄμμα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 931˙ ― ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, πρ. τὸν νοῦν, δίδω προσοχὴν εἴς τι πρᾶγμα, προσέχω εἴς τι, Λατ. animum advertere ἢ anima vertere, τινι ἢ πρός τινι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 503, 1014, 1064, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 2 κλπ.˙ πρ. τὸν νοῦν τινι, δίδω προσοχὴν εἴς τινα, περιποιοῦμαι αὐτόν, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 5, 40˙ τὸν οὖν Σωκράτῃ ἑαυτῷ πως προσέχοντα τὸν νοῦν, ὄντα βεβυθισμένον πως εἰς ἰδίας σκέψεις, σκέπτομαι κατ’ ἐμαυτόν, εἶμαι ἀφῃρημένος, Πλάτ. Συμπ. 174D· πρ. τὸν νοῦν πρός τι Ἀντιφῶν. 124. 5, κτλ.˙ πρός τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 1010˙ πρ. τὸν νοῦν μή..., προσέχω μήπως, Πλάτ. Πολ. 432Β, κτλ.˙ ― ἀπολ., πρόσεχε τὸν νοῦν Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 40, Φερεκρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1, Ἀριστοφ. Πλ. 113, κτλ.˙ τὸν νοῦν πρόσσχετε ὁ αύτ. ἐν Νεφ. 575, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 217Β˙ προσσχέτω τὸν νοῦν, ἂ. προσέξῃ, ὡς νουθεσία, Ἀριστοφ. Νεφ. 1122˙ οὕτω καί, πρ. τὴν γνώμην ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 600, Θουκ. 1. 95., 2. 11., 5. 26., 7. 15˙ πρ. τὴν διάνοιαν ὡς..., Πλουτ. Νουμ. 14˙ ὅπως περὶ τούτου τῇ διανοίᾳ προσέχῃ Dittenb. 2300, 43. 4) ἄνευ τοῦ τὸν νοῦν, μὴ πρόσισχε... βουκόλοις Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 82˙ πρ. ἑαυτῷ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 294, Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9˙ πρ. ἑαυτοῖς ἀπό τινος, φυλάττεσθαι από τινος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 1. πρόσεχ’ οἷς φράζω, πρόσεχε εἰς ὅσα λέγω, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 21, πρβλ. Δημ. 132. 8, κτλ.˙ πρ. τῶν ἐμπείρων... ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 6. 11, 6, πρβλ. Πολιτικ. 2. 5, 16˙ πρ. τοῖς νόμοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 496˙ ― ὡσαύτως, πρ. ἐπί τινι Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 5)˙ πρός τι Δημ. 10. 14˙ ― ἀπολ., πρόσεχε, κἀγώ σοι φράσω Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 8˙ προσέχων ἀκουσάτω, μετὰ προσοχῆς ἂς ἀκούσῃ, Δημ. 516. 26˙ πρόσσχες Ἀνέκδ. Ὀξων. 1. 121˙ ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ., προσέχων τε ταῦτα Κριτίας παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 54˙ οὐ προσέχει τὰ πράγματα Φιλήμ. ἐν «Σαρδίῳ» 1, 4. β) δίδω ὅλην μου τὴν προσοχήν, ἀφοσιοῦμαι εἴς τι πρᾶγμα, λατ. totus esse in illo, μετὰ δοτ., γυμνασίοισι Ἡρόδ. 9. 33˙ τοῖς ἔργοις Ἀριστοφ. Πλ. 553˙ τοῖς ναυτικοῖς Θουκ. 1. 15˙ τῷ πολέμῳ ὁ αὐτ. 7. 4˙ πλούτῳ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122D· γεωργίᾳ καὶ εἰρήνῃ, τοῖς κοινοῖς, κτλ., Ἡρῳδιαν. 2. 11, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 19, κτλ.˙ ― ἀπολ., ἐντεταμένως, προθύμως πρ. Ἡρόδ. 1. 18, 8. 128. γ) μετὰ ἀπαρ., προσδοκῶ, περιμένω νά..., ὁ αὐτ. 1. 80. δ) ἐξακολουθῶ, ἡ νοῦσος πρ. Ἱππ. 537. 28, πρβλ. 535. 29, κτλ.˙ ἴδε Foës Oec. 5) Μέσ., προσκολλῶμαι εἴς τι πρᾶγμα, ἐμμένω, ὅ τι προσσχοῖτο τοῦ πηλοῦ τῷ κοντῷ Ἡρόδ. 2. 136˙ ὥσπερ λέπας προσεχόμενος τῷ κίονι Ἀριστοφ. Σφ. 105, πρβλ. Πλ. 1096˙ τῷ τοίχῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 23, 2 ἀπολ., οἱ πολύποδες οὕτω πρ. ὥστε μὴ ἀποσπᾶσθαι αὐτόθι 4. 8, 28. β) μεταφ., ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τινός, μάλιστα θεοῦ, Πίνδ. Π. 6. 51 (εἰ καὶ τὸ χωρίον εἶναι ἀμφίβολον)˙ 6) Παθ., συγκρατοῦμαι στερεῶς ὑπό τινος πράγματος, ὁπόσα’ θ’ ἐπ’ ὤμοις ἔθεσαν, οὐ δεσμῶν ὕπο προσείχετ’ Εὐρ. Βάκχ. 756· προσκολλῶμαι προσαρτῶμαι εἴς τι, πρὸς τῷ στήθει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· πρὸς τῷ δένδρῳ προσίσχεσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 4· ― μεταφορ., ἐμπλέκομαι εἴς τι, τῷ ἄγει Θουκ. 1. 127. ΙΙ. ἔχω προσέτι, ἐπὶ πλέον, δεῖ καὶ τούτῳ προσέχειν Πλάτ. Πολ. 521D, πρβλ. Δημ. 877. 26, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 540.

French (Bailly abrégé)

f. προσέξω, ao.2 προσέσχον, etc.
I. tenir ou diriger vers, approcher : μαζόν ESCHL approcher le sein;
II. t. de mar. τὰς νῆας HDT diriger les navires vers (la terre) ; τινά faire aborder qqn ; d’où (s.e. ναῦν) aborder : πρὸς γῆν, γῆν, κατὰ γῆν, γῇ, atterrir, aborder;
III. fig. προσέχειν τὸν νοῦν τινι, πρός τινι appliquer son esprit à qch ; avec μή, veiller à ce que… ne ; προσέχειν τὴν γνώμην, ou simpl. προσέχειν (s.e. νοῦν ou γνώμην) :
1 appliquer son esprit à, s’appliquer à, être attentif à, se préoccuper de, τινι : ἑαυτῷ, prendre garde à soi-même;
2 s’attacher à, s’adonner à, τινι;
3 obéir à, être dévoué à, τινι;
4 s’attacher à, faire fondement sur, se fier à, τινι;
IV. avoir en outre, posséder de plus;
Moy. προσέχομαι s’attacher à, adhérer fortement à, τινι.
Étymologie: πρός, ἔχω.

English (Slater)

προσέχω med.,
   1 be attached, devoted to c. dat. τίν τ, Ἐλέλιχθον, μάλα ἁδόντι νόῳ, Ποσειδάν, προσέχεται (Er. Schmid: προσέρχεται codd.) (P. 6.51)

English (Strong)

from πρός and ἔχω; (figuratively) to hold the mind (νοῦς implied) towards, i.e. pay attention to, be cautious about, apply oneself to, adhere to: (give) attend(-ance, -ance at, -ance to, unto), beware, be given to, give (take) heed (to unto); have regard.

English (Thayer)

imperfect προσεῖχον; perfect προσέσχηκα; (present middle 3rd person singular προσέχεται (Tdf.)); to turn to (cf. πρός, IV:1), that Isaiah ,
1. to bring to, bring near; thus very frequent in Greek writings from Herodotus down with ναῦν (quite as often omitting the ναῦν) and a dative of place, or followed by πρός with an accusative of place, to bring a ship to land, and simply to touch at, put in.
2.
a. τόν νοῦν, to turn the mind to, attend to, be attentive: τίνι, to a person or thing, Aristophanes eqq. 503; Plato, Demosthenes, Polybius, Josephus, Lucian, Plutarch, others; once so in the Bible, viz. προσέχειν τίνι (the Sept. for הִקְשִׁיב, also for הֶאֱזִין), with τόν νοῦν omitted, is often used in the same sense from Xenophon down; so in the N. T. (cf. Winer s Grammar, 593 (552); Buttmann, 144 (126)): caring for, providing for, προσέχω ἐμαυτῷ, to attend to oneself, i. e. to give heed to oneself (the Sept. for נִשְׁמָר, to guard oneself, i. e. to beware, Buttmann, 337 (290); Winer s Grammar, 567 (518); yet see ἐπί, B. 2f. α.); with the addition of ἀπό τίνος, to be on one's guard against, beware of, a thing (cf. Buttmann, § 147,3 (ἀπό, I:3b.)): Test xii. Patr., test. Daniel 6)); also without the dative προσέχειν ἀπό τίνος: Teaching' etc. 6,3 [ET]; 12,5 [ET])); followed by μή with an infinitive, to take heed lest one do a thing, ἐμαυτῷ, μήποτε with the subjunctive to give attention, take heed: πῶς, the Epistle of Barnabas 7,7 [ET]; by the interrogative τί, ibid. 15,4 [ET]; ἵνα, ibid. 16,8 [ET]; ἵνα μήποτε, the Epistle of Barnabas 4,13 [ET] (variant; ἵνα μή, μήποτε, the Epistle of Barnabas 4,14).
3. namely, ἐμαυτόν, to apply oneself to, attach oneself to, hold or cleave to a person or a thing (R. V. mostly give heed): with the dative of a person to one, τῷ ἐπισκόπω προσεχ. καί τῷ πρεσβυτεριω καί διακόνοις, Ignatius ad Philad. 7,1 [ET]; ad Polycarp, 6,1 [ET]; with the dative of a thing, μύθοις, ὑγιαίνουσι λόγοις, Tdf. (others προσέρχεται, which see b. β.)); to be given or addicted to: οἴνῳ, τρυφή, Julian Caesar 22 (p. 326, Spanh. edition); τρυφή καί μέθη l, Polyaen. strateg. 8,56); to devote thought and effort to: τῇ ἀναγνώσει κτλ., τῷ θυσιαστηρίῳ (A. V. give attendance), ναυτικοις, Thucydides 1,15; for other examples from Greek writings see Passow, under the word, 3c.; (Liddell and Scott, under the word, 4b.)).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.)
2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά δεν τον πρόσεξα» β. «προσοχὼν εὐφυῆ τὸν νεανίσκον», Παλλάδ.)
3. βλέπω με συμπάθεια, διάκειμαι ευμενώς (α. «πάντα μέ πρόσεχε ο δάσκαλός μου» β. «ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῑς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε», ΠΔ)
4. αφοσιώνομαι σε κάτι, επιδίδομαι σε κάτι με επιμέλεια (α. «δεν προσέχει τα παιδιά του» β. «προσεῑχε τε ἤδη μᾱλλον τῷ κατὰ θάλασσαν πολέμῳ», Θουκ.)
5. προφυλάσσομαι, φυλάγομαι από κάτι (α. «να προσέχεις μην κρυολογήσεις» β. «προσέχετε ἑαυτοῑς ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν ὑπόκρισις», ΚΔ)
νεοελλ.
1. βλέπω με ερωτικό ενδιαφέρον («δεν τον πρόσεξε καμιά γυναίκα»)
2. αντιλαμβάνομαι την αξία ενός πράγματος, θεωρώ ότι κάτι έχει αξία («όσο ζούσε, το έργο του ελάχιστοι το πρόσεξαν»)
3. επιτηρώ κάποιον με δυσπιστία, είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε κάποιον («να προσέχεις αυτόν τον φίλο σου και να μού πεις τί κάνει»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεγμένος, -η, -ο
επιμελημένος, φροντισμένος
5. (στην προστ.) (ως απειλητική προειδοποίηση) πρόσεχε
έχε τον νου σου, να είσαι προσεκτικός
μσν.
βλέπω, είμαι στραμμένος προς μια κατεύθυνση («ἐν φωλεῷ... πρὸς ἀνατολὴν προσέχοντι», Επιφάν.)
μσν.-αρχ.
θεωρώ κάποιον ως... («ὡς στασιασταῑς προσεῑχον αὐτοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. έχω ακόμη, έχω επί πλέον («δεῑ ἄρα καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ μάθημα, ὃ ζητοῦμεν πρὸς ἐκείνῳ», Πλάτ.)
2. υπολογίζω επί πλέον, συμπεριλαμβάνω στον λογαριασμό («καὶ τὴν οἰκίαν ἐν δισχιλίαις προσέξεις», Δημοσθ.)
3. φέρω κάτι προς ένα σημείο («προσῑσχε τὴν ἀσπίδα πρὸς τὸ δάπεδον τῆς πόλεως», Ηρόδ.)
4. προτείνω, προσφέρω σε κάποιον («αὐτή τ' ἐπισχεῑν μαστὸν τὠνείρατι», Αισχύλ.)
5. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επιθέτω («προσέχειν χλιάσματα», Ιπποκρ.)
6. (για πρόσ.) οδηγώ κάποιον κάποιου («τίς σ', ὦ τέκνον, προσέσχε, τίς προσήγαγε χρεία;», Σοφ.)
7. (για πλοίο) προσεγγίζω σε έναν τόπο, αράζω (α. «προσχόντες τὰς νέας ἀπέβησαν ἐς τὸν αἰγιαλόν», Ηρόδ.
β. «ἐπείτε τάχιστα πρὸς τὴν Σίφνον προσίσχον οἱ Σάμιοι», Ηρόδ.)
8. στρέφω κάτι προς ένα σημείο («καὶ χρονίζοντος πατρὸς παῑδες προσέσχον ὄμμ'», Ευρ.)
9. οξύνομαι συνεχώς, μεγαλώνει η ένταση μου («ἡ νοῡσος προσέχει», Ιπποκρ.
«ἡ ὀδύνη προσέχει», Ιπποκρ.)
10. μέσ. προσέχομαι
α) είμαι πιασμένος από κάπου, προσκολλώμαι κάπου («οἱ πολύποδες οὕτω προσέχονται ὥστε μὴ ἀποσπᾱσθαι», Αριστοτ.) β) συνδέω την τύχη μου, αναμιγνύομαι ενεργά σε κάτι
11. φρ. α) «προσέχω τὸν νοῡν [τὴν γνώμην, τὴν διάνοιαν]» — έχω στραμμένη την προσοχή μου
β) «προσέχω νηΐ» — προσεγγίζω με το πλοίο, αράζω.

Greek Monotonic

προσέχω: και προσ-ίσχω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ προσέσχον,
I. 1. παρέχω, προσφέρω, σε Αισχύλ.· φέρω προς, τὴν ἀσπίδα προσίσχειν πρὸς τὸ δάπεδον, σε Ηρόδ.
2. προσέχω ναῦν, φέρνω πλοίο κοντά σ' ένα μέρος, το φέρνω στο λιμάνι, σε Ηρόδ.· Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν, σε Ευρ.· τίς σε προσέσχε χρεία; τί σε έφερε σ' αυτήν τη γη; σε Σοφ.· μόνο του, βάζω μέσα, προσεγγίζω ένα μέρος, προσεχεῖν ἐς τὴν Σάμον, πρὸς τὰς νήσους, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ. τόπου, προσέχω τῇ νήσῳ κ.λπ., στον ίδ.· επίσης με αιτ. τόπου, προσέσχες τήνδε γῆν, σε Σοφ.· απόλ., αράζω, αποβιβάζω, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. γυρίζω σε ή προς ένα πράγμα, προσέχω ὄμμα, σε Ευρ.· προσέχω τὸν νοῦν, στρέφω το νου, δίνω προσοχή σ' ένα πράγμα, είμαι επίμονος σ' αυτό, Λατ. animadverte, τινί ή πρός τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν νοῦν πρός τινι, στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν νοῦν, πρόσεχε! φυλάξου!, στον ίδ.· ομοίως, προσέχω τὴν γνώμην, σε Θουκ. 4. α) χωρίς τὸν νοῦν, προσέχω ἑαυτῷ, παρέχω φροντίδα, προσοχή σε κάποιον, σε Αριστοφ., Ξεν.· προσέχω ἑαυτοῖς ἀπό τινος, φυλάσσομαι από κάποιον, σε Καινή Διαθήκη· απόλ., προσέχων ἀκουσάτω, προσεκτικά, σε Δημ. β) αφιερώνω τον εαυτό μου σε ένα πράγμα, Λατ. totus esse in illo, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. γ) με απαρ., προσδοκώ να κάνω, σε Ηρόδ.
5. Μέσ., προσκολλώμαι σε κάποιο πράγμα, προσχωρώ σ' αυτό, με δοτ., στον ίδ., σε Αριστοφ.
6. Παθ., συγκρατούμαι σταθερά από ένα πράγμα, ὑπό τινος, σε Ευρ.· μεταφ., προσαρτώμαι σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Θουκ.
II. έχω επιπλέον ή επιπροσθέτως, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσέχω: (fut. προσέξω, aor. προσέσχον)
1) приставлять, придвигать, прикладывать (τὸ σῶμα γῇ Plut.; π. μαστόν τινι Aesch.);
2) приводить, причаливать (τὰς νῆας Her.): τίς σε προσέσχε χρεία; Soph. какая надобность привела тебя (сюда)?;
3) (sc. ναῦν) причаливать, приставать (к берегу), прибывать (ἐς τὴν Σάμον, πρὸς τὰς νήσους и τῇ νήσῳ Her.; κατὰ τὸν Μαυρουσίαν Plut.; τήνδε γῆν Soph.);
4) обращать, поворачивать (ὄμμα Eur.): π. τὸν νοῦν τινι и πρός τινι Xen., Arph., Arst.; обращать внимание на кого(что)-л., уделять внимание кому(чему)-л.; ἑαυτῷ προσέχων τὸν νοῦν Plat. углубившись в свои мысли; προσέχων τὸν νοῦν μή πῃ διαφύγῃ ἡ δικαιοσύνη Plat. следя за тем, чтобы не ускользнула (от нас) справедливость; προσέχων τὴν γνώμην, ὅπως ἀκριβές τι εἴσομαι Thuc. прилагая усилия к тому, чтобы мне точно узнать что-л.;
5) обращать внимание, прилагать старания (πρός τι Dem. и τι Sext.): τὸ σεαυτῷ π. Xen. самоуглубление, размышление;
6) целиком посвящать себя, быть поглощенным (τοῖς ἔργοις Arph.; τῷ πολέμῳ Thuc.; τῇ ἀναγνώσει NT): τὸν πόλεμον π. ἐντεταμένως Her. воевать с неослабевающим рвением; π. τινί Arst., Plut.; быть привязанным к (преданным) кому-л.;
7) присоединять (τι πρός τινι Plat.): ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Arph. присосавшийся, словно устрица, к столбу; προσέχεσθαι δεσμῶν ὕπο Eur. быть привязанным; προσέχεσθαι τῷ ἄγει Thuc. быть причастным к преступлению.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-έχω [πρός, ἔχω] ander praes. προσ-ίσχω act. met acc. bovendien hebben:. δεῖ καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ μάθημα ook deze kennis moet men erbij hebben Plat. Resp. 521d. gericht houden (op); abs..; αὐτὴ προσέσχε μαστόν zelf reikte zij (hem) de borst Aeschl. Ch. 531; παῖδες προσέσχον ὄμμα de kinderen richtten de blik (op hem) Eur. HF 931; van schepen doen landen:; τὰς νέας de schepen Hdt. 9.99.1; meestal zonder ναῦν aanhouden op, landen: met bep. v. richting; ἐς Τύρον προσσχόντας de haven van Tyrus binnenlopend Hdt. 1.2.1; met acc. v. richting. τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν: met welk doel ben je naar dit land gevaren? Soph. Ph. 244. overdr. richten op; vaste uitdr. π.\n τὸν\n νοῦν de aandacht richten op, letten op, met dat.:; ἑαυτῷ προσέχοντα τὸν νοῦν in zichzelf gekeerd Plat. Smp. 174d; met πρός + dat..; πρὸς τοῦτοις προσέχῃς τὸν νοῦν richt daarop je aandacht Aristoph. Nub. 1010; προσεῖχον τὴν γνώμην zij waren vastbesloten Thuc. 1.95.2; ook zonder νοῦν aandacht geven aan, letten op, met dat.:; ὀλίγον ἐκείνῳ προσσχόντες met weinig aandacht voor hem Xen. An. 7.6.5; π. ἑαυτῷ op jezelf letten Xen. Mem. 3.7.9; προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ τῆς ζύμης hoedt u zich voor de zuurdesem NT Luc. 12.1; zich wijden aan:. προσεῖχε τοῖσι γυμνασίοισι hij wijdde zich aan sport Hdt. 9.33.2. act. intrans. aanhouden, van ziekte. Hp. med. zich hechten aan, vastzitten aan; met prep. bep. of dat..; τὸ πρὸς τῷ στήθει προσεχόμενον het deel dat aan de borstkas vastzit Hp. Art. 14; overdr. betrokken zijn bij, met dat.: Περικλέα... προσεχόμενον αὐτῷ κατὰ τὴν μητέρα dat Perikles erbij betrokken was van moeders kant Thuc. 1.127.1.

Middle Liddell

and προσ-ίσχω fut. ξω aor2 προσέσχον
I. to hold to, offer, Aesch.: to bring to, τὴν ἀσπίδα προσίσχειν πρὸς τὸ δάπεδον Hdt.
2. πρ. ναῦν to bring a ship near a place, bring it to port, Hdt.; Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν Eur.; τίς σε προσέσχε χρεία; what need brought thee to land here? Soph.; alone, to put in, touch at a place, προσσχεῖν ἐς τὴν Σάμον, πρὸς τὰς νήσους Hdt.;—also c. dat. loci, πρ. τῇ νήσῳ, etc., Hdt.; also c. acc. loci, προσέσχες τήνδε γῆν Soph.:— absol. to land, Hdt., etc.
3. to turn to or towards a thing, πρ. ὄμμα Eur.; πρ. τὸν νοῦν to turn one's mind to a thing, be intent on it, Lat. animadvertere, τινί or πρός τινι Ar., etc.; πρ. τὸν νοῦν πρός τινι Ar.:—absol., πρόσεχε τὸν νοῦν take heed, Ar.; so, πρ. τὴν γνώμην Thuc.
4. without τὸν νοῦν, πρ. ἑαυτῷ to give heed to oneself, Ar., Xen.; πρ. ἑαυτοῖς ἀπό τινος to be on one's guard against, NTest.:—absol., προσέχων ἀκουσάτω attentively, Dem.
b. to devote oneself to a thing, Lat. totus esse in illo, c. dat., Hdt., Thuc., etc.
c. c. inf. to expect to do, Hdt.
5. Mid. to attach oneself to a thing, cleave to it, c. dat., Hdt., Ar.
6. Pass. to be held fast by a thing, ὑπό τινος Eur.:—metaph. to be implicated in a thing, c. dat., Thuc.
II. to have besides or in addition, Plat., Dem.