βουλυτός: Difference between revisions
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
(1a) |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=voulytos | |Transliteration C=voulytos | ||
|Beta Code=bouluto/s | |Beta Code=bouluto/s | ||
|Definition=(sc. <b class="b3">καιρός</b>), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">time for unyoking oxen (early afternoon</b>, <span class="bibl">Hld.2.19</span>, cf. <span class="bibl">Eust.1614.44</span>, but <b class="b2">evening</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>13.1</span>, cf. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span>19.20</span>), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1500</span>, <span class="bibl">A.R.3.1342</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cat.</span>1</span>, etc.; | |Definition=(sc. <b class="b3">καιρός</b>), ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">time for unyoking oxen (early afternoon</b>, <span class="bibl">Hld.2.19</span>, cf. <span class="bibl">Eust.1614.44</span>, but <b class="b2">evening</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>13.1</span>, cf. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span>19.20</span>), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1500</span>, <span class="bibl">A.R.3.1342</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cat.</span>1</span>, etc.; ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο <span class="title">IG</span>14.2012.15 (Sulp. Max.): —Hom. only in Adv. βουλῡτόνδε, <span class="bibl">Il.16.779</span>, <span class="bibl">Od.9.58</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:15, 26 February 2019
English (LSJ)
(sc. καιρός), ὁ,
A time for unyoking oxen (early afternoon, Hld.2.19, cf. Eust.1614.44, but evening, Ael.NA13.1, cf. Philostr.Her.19.20), Ar.Av.1500, A.R.3.1342, Luc.Cat.1, etc.; ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο IG14.2012.15 (Sulp. Max.): —Hom. only in Adv. βουλῡτόνδε, Il.16.779, Od.9.58.
German (Pape)
[Seite 458] ὁ, die Tageszeit des Ochsenausspannens, der Abend, Ar. Av. 1500; Ap. Rh. 3, 1342; Luc. Catapl. 1. – Hom. nur βουλυτόνδε, gegen Abend, zweimal, Iliad. 16, 779 Odyss. 9, 58 ἦμος δ' ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Gegensatz zu ὄφρα μὲν ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει und zu ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ.
Greek (Liddell-Scott)
βουλῡτός: (ἐνν. καιρός), ὁ, ὁ καιρὸς τῆς ἀποζεύξεως τῶν βοῶν, ἑσπέρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1500, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1342· ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 15· -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ. βουλῡτόνδε, πρὸς ἑσπέραν, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
s.e. καιρός;
heure où l’on dételle les bœufs, soir.
Étymologie: βοῦς, λύω.
Spanish (DGE)
(βουλῡτός) -οῦ, ὁ
• Morfología: [ép. gen. -οῖο Sulp.Max.15]
la hora de desuncir los bueyes e.e. el atardecer β. ἢ περαιτέρω; Ar.Au.1500, cf. A.R.3.1342, Luc.Cat.1, Philostr.Im.2.24.2, Her.78.7, Ael.NA 13.1, Fr.98, Arr.Ind.41.6, Hist.inc.5, An.2.3.3, Hld.2.19.6, Q.S.7.621, ὑπό τ' ἀστέρα βουλυτοῖο del lucero de la tarde, Sulp.Max.l.c.
Greek Monolingual
βουλυτός, ο (Α)
1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα
2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε
κατά το δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός επιθήματος -το- πρβλ. αμαξ-ι-τός, ακμό-θε-τον κ.λπ. (για τη μακρότητα του -ῡ- αντι -ῦ- του βουλῡτός πρβλ. λατ. solūtus). To επίρρ. βουλυτόνδε αποτελεί ομηρική λ.].
Greek Monotonic
βουλῡτός: ὁ (λύω), καιρός της απόζευξης των βοδιών της αποδέσμευσής τους από τον ζυγό, το απόγευμα, σε Αριστοφ.· στον Όμηρ. μόνο ως επίρρ. βουλῡτόνδε, προς το απόγευμα, κατά το δειλινό, κατά το σούρουπο.
Russian (Dvoretsky)
βουλῡτός: ὁ (sc. καιρός) время распряжки волов, т. е. сумерки, вечер Arph., Luc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: litt. "unyoking the oxen", evening (Π 779 = ι 58, in βουλυτόν δε).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From βοῦς and λύ-ω (λυ- unexplained) with το-Suffixes (Chantr. Form. 303).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλυτός -οῦ, ὁ βοῦς, λυτός steeds als subst. de tijd van het uitspannen van de ossen (tijdsaanduiding voor het einde van de dag) ; adv., ep. βουλυτόνδε tegen de tijd van het uitspannen van de ossen.