πολυμνήστη: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(1ba)
m (Text replacement - " . ." to "…")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polymnisti
|Transliteration C=polymnisti
|Beta Code=polumnh/sth
|Beta Code=polumnh/sth
|Definition=ἡ, (μνάομαι) = foreg., <span class="bibl">Od.4.770</span>, <span class="bibl">14.64</span>, <span class="bibl">23.149</span>:—later in form πολύ-μνηστος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κούρη <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>42.497</span>; πολυμνάστοιο . . Τίσιδος <span class="title">AP</span>6.274 (Pers.).</span>
|Definition=ἡ, (μνάομαι) = foreg., <span class="bibl">Od.4.770</span>, <span class="bibl">14.64</span>, <span class="bibl">23.149</span>:—later in form πολύ-μνηστος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κούρη <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>42.497</span>; πολυμνάστοιο… Τίσιδος <span class="title">AP</span>6.274 (Pers.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:15, 26 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμνήστη Medium diacritics: πολυμνήστη Low diacritics: πολυμνήστη Capitals: ΠΟΛΥΜΝΗΣΤΗ
Transliteration A: polymnḗstē Transliteration B: polymnēstē Transliteration C: polymnisti Beta Code: polumnh/sth

English (LSJ)

ἡ, (μνάομαι) = foreg., Od.4.770, 14.64, 23.149:—later in form πολύ-μνηστος,

   A κούρη Nonn.D.42.497; πολυμνάστοιο… Τίσιδος AP6.274 (Pers.).

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, die viel umfrei'te, von Vielen zur Ehe begehrte; γυνή, Od. 14, 64, vgl. 4, 770. 23, 149. – Das masc. scheint nur als nom. propr. vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

πολυμνήστη: ἡ, (μνάομαι) ἡ ὑπὸ πολλῶν ζητούμενη εἰς γάμον, Ὀδ. Δ. 770, Ξ. 64, Ψ. 149 ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως ἀρσ., πολυμνήστοιο Τίσιδος Ἀνθ. Π. 6. 274. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυμνήστην· ἀγαθήν, σώφρονα».

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
recherchée par beaucoup de prétendants.
Étymologie: πολύς, μνάομαι.

English (Autenrieth)

(μνάομαι): much wooed. (Od.)

Greek Monolingual

και πολύμνηστος, ἡ, Α
αυτή που τήν ζητούν πολλοί σε γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μνήστη / -μνηστος (< μνῶμαι «ζητώ γυναίκα σε γάμο»), πρβλ. εύ-μνηστος].

Greek Monotonic

πολυμνήστη: ἡ (μνάομαι), αυτή που γίνεται δέκτης μεγάλης ερωτοτροπίας ή φλερταρίσματος, αυτή που ζητείται από πολλούς σε γάμο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυμνήστη: ἡ руки которой добиваются многие (sc. Πηνελόπεια Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμνήστη -ης, ἡ [πολύς, μνάομαι] door velen begeerd:. γάμον ἄμμι πολυμνήστη βασίλεια ἀρτύει de koningin, die door velen begeerd wordt, bereidt voor ons een huwelijksfeest Od. 4.770.

Middle Liddell

πολυ-μνήστη, ἡ, μνάομαι
much courted or wooed, wooed by many, Od.