πορνεία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(1b)
(c2)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πορνεία]], ἡ,<br />[[fornication]], [[prostitution]], Dem.
|mdlsjtxt=[[πορνεία]], ἡ,<br />[[fornication]], [[prostitution]], Dem.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':porne⋯a 坡而尼阿<p>'''詞類次數''':名詞(26)<p>'''原文字根''':賣淫 相當於: ([[זְנוּנִים]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':賣淫行為,淫亂,淫亂的事,姦淫,淫行,淫蕩,邪淫,苟合不道德;源自([[πορνεύω]])=行淫); ([[πορνεύω]])出自([[πόρνη]])=娼妓), ([[πόρνη]])出自([[πόρνος]])=男娼,淫亂),而 ([[πόρνος]])又出自([[περίψημα]])X*=出賣)。在舊約,神的子民拜偶像,就是貪婪,行邪淫。來到新約,神的兒女不愛神,而愛許多別的事物;在神之外有所專愛,就是屬靈的淫亂<p/>'''出現次數''':總共(25);太(3);可(1);約(1);徒(3);林前(5);林後(1);加(1);弗(1);西(1);帖前(1);啓(7)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 淫亂(9) 太19:9; 約8:41; 林前5:1; 林前6:13; 林前7:2; 弗5:3; 西3:5; 啓17:2; 啓17:4;<p>2) 姦淫(6) 可7:22; 徒15:20; 徒15:29; 徒21:25; 林後12:21; 加5:19;<p>3) 淫行(5) 林前6:18; 帖前4:3; 啓2:21; 啓9:21; 啓19:2;<p>4) 邪淫(2) 啓14:8; 啓18:3;<p>5) 淫亂的事(1) 林前5:1;<p>6) 不貞(1) 太5:32;<p>7) 茍合(1) 太15:19
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνεία Medium diacritics: πορνεία Low diacritics: πορνεία Capitals: ΠΟΡΝΕΙΑ
Transliteration A: porneía Transliteration B: porneia Transliteration C: porneia Beta Code: pornei/a

English (LSJ)

Ion. πορν-είη, ἡ,

   A prostitution, Hp.Epid.7.122, etc.; of a man, D.19.200; fornication, unchastity, Ev.Matt.19.9: pl., 1 Ep.Cor. 7.2.    II metaph., idolatry, LXX Ho.4.11,al.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Hurerei, Dem. 19, 200 u. Sp.; bei K. S. Götzendienst.

Greek (Liddell-Scott)

πορνεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Δημ. 403. 27, κλπ., Ἑβδ. (Γεν. ΛΗ΄, 24, κλπ.)· «πορνεία ἐστὶ καὶ λέγεται ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας ἐκπλήρωσις» Γρηγ. Νύσσ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 118, κλπ. 2) ἡ μετὰ τῶν εἰδωλολατρῶν ἐπιμιξία, εἰδωλολατρία, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 33 κλπ.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: πορνεύω.

English (Strong)

from πορνεύω; harlotry (including adultery and incest); figuratively, idolatry: fornication.

English (Thayer)

πορνείας, ἡ (πορνεύω), the Sept. for תַּזְנוּת, זְנוּת, זְנוּנִים, fornication (Vulg. fornicatio (and (prostitutio)); used a. properly, of illicit sexual intercourse in general (Demosthenes, 403,27; 433,25): μοιχεία in used of adultery (cf. πορνεία is used metaphorically of the worship of idols: ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα (we are not of a people given to idolatry), ἕνα πατέρα ἔχομεν τόν Θεόν, ἄθεος μένἄγονος, πολύθεος δέ ὁ ἐκ πόρνης, τυφλωττων περί τόν ἀληθῆ πατέρα καί διά τοῦτο πολλούς ἀνθ' ἑνός γονεῖς αἰνιττόμενος, Philo de mig. Abr. § 12; τέκνα πορνείας, of idolaters, John , the passage cited others understand physical descent to be spoken of (cf. Meyer))); of the defilement of idolatry, as incurred by eating the sacrifices offered to idols, Revelation 2:21.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, ιων. τ. πορνείη, Α πορνεύω
κοινωνικό φαινόμενο που, κατά τη σύγχρονη αντίληψη, ορίζεται ως πρακτική συμμετοχής σε σεξουαλικές δραστηριότητες με άτομα διαφορετικά από τον ή την σύζυγο ή φίλο, δραστηριότητες οι οποίες γίνονται με άμεσο αντάλλαγμα χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας («πορνεία ἐστί... ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας ἐκπλήρωσις», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
η ιδιότητα και το επάγγελμα της πόρνης
μσν.
η συνεύρεση ενός άνδρα με άγαμη γυναίκα η οποία προσφέρει το σώμα της για σαρκική ηδονή, εταιρισμός
αρχ.
συναναστροφή με ειδωλολάτρες.

Greek Monotonic

πορνεία: ἡ, εκπόρνευση, πορνεία, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορνεία -ας, ἡ [πορνεύω] prostitutie:; ἄλλον ἔκρινε... ἐπὶ πορνείᾳ hij klaagde een andere man aan voor prostitutie Dem. 19.200; ontucht. NT.

Russian (Dvoretsky)

πορνεία: ἡ продажная любовь, проституция, блуд Dem. etc.

Middle Liddell

πορνεία, ἡ,
fornication, prostitution, Dem.

Chinese

原文音譯:porne⋯a 坡而尼阿

詞類次數:名詞(26)

原文字根:賣淫 相當於: (זְנוּנִים‎)

字義溯源:賣淫行為,淫亂,淫亂的事,姦淫,淫行,淫蕩,邪淫,苟合不道德;源自(πορνεύω)=行淫); (πορνεύω)出自(πόρνη)=娼妓), (πόρνη)出自(πόρνος)=男娼,淫亂),而 (πόρνος)又出自(περίψημα)X*=出賣)。在舊約,神的子民拜偶像,就是貪婪,行邪淫。來到新約,神的兒女不愛神,而愛許多別的事物;在神之外有所專愛,就是屬靈的淫亂

出現次數:總共(25);太(3);可(1);約(1);徒(3);林前(5);林後(1);加(1);弗(1);西(1);帖前(1);啓(7)

譯字彙編

1) 淫亂(9) 太19:9; 約8:41; 林前5:1; 林前6:13; 林前7:2; 弗5:3; 西3:5; 啓17:2; 啓17:4;

2) 姦淫(6) 可7:22; 徒15:20; 徒15:29; 徒21:25; 林後12:21; 加5:19;

3) 淫行(5) 林前6:18; 帖前4:3; 啓2:21; 啓9:21; 啓19:2;

4) 邪淫(2) 啓14:8; 啓18:3;

5) 淫亂的事(1) 林前5:1;

6) 不貞(1) 太5:32;

7) 茍合(1) 太15:19