προκαταγγέλλω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
(c2) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -αγγελῶ<br />to [[announce]] or [[declare]] [[beforehand]], NTest. | |mdlsjtxt=fut. -αγγελῶ<br />to [[announce]] or [[declare]] [[beforehand]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':prokataggšllw 普羅-卡特-昂給羅<p>'''詞類次數''':動詞(4)<p>'''原文字根''':以前-向下-信息<p>'''字義溯源''':事先宣佈,預言,預先傳說;由([[πρό]])*=前)與([[καταγγέλλω]])=宣言)組成;而 ([[καταγγέλλω]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἄγγελος]])=使者)組成,其中 ([[ἄγγελος]])出自([[ἀγγελία]])X*=帶來消息)比較: ([[προλέγω]] / [[προεῖπον]])=預言<p/>'''出現次數''':總共(3);徒(3)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 預先傳說(1) 徒7:52;<p>2) 預言(1) 徒3:24;<p>3) 曾預言(1) 徒3:18 | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 2 October 2019
English (LSJ)
A announce or declare beforehand, Act.Ap.3.18, J. AJ2.5.2.
German (Pape)
[Seite 728] vorher ankündigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταγγέλλω: ἀναγγέλλω ἢ διακηρύττω ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2..
French (Bailly abrégé)
annoncer ou déclarer d’avance.
Étymologie: πρό, καταγγέλλω.
English (Strong)
from πρό and καταγγέλλω; to anounce beforehand, i.e. predict, promise: foretell, have notice, (shew) before.
English (Thayer)
1st aorist προκατηγγελεια; perfect passive participle προκατηγγελμενος; to announce beforehand (that a thing will be): of prophecies — followed by an accusative with an infinitive τί, περί τίνος, pre-announce in the sense of to promise: τί, passive, (Josephus, Antiquities 1,12, 3; 2,9, 4; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ΜΑ
διακηρύσσω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω («ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῦ παθεῑν τὸν Χριστόν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταγγέλλω «αναγγέλλω, διακηρύσσω»].
Greek Monotonic
προκαταγγέλλω: μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω ή δηλώνω από πριν, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προκαταγγέλλω: предвозвещать (διὰ στόματος τῶν προφητῶν NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καταγγέλλω vooraf aankondigen.
Middle Liddell
fut. -αγγελῶ
to announce or declare beforehand, NTest.
Chinese
原文音譯:prokataggšllw 普羅-卡特-昂給羅詞類次數:動詞(4)
原文字根:以前-向下-信息
字義溯源:事先宣佈,預言,預先傳說;由(πρό)*=前)與(καταγγέλλω)=宣言)組成;而 (καταγγέλλω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄγγελος)=使者)組成,其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)比較: (προλέγω / προεῖπον)=預言
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編:
1) 預先傳說(1) 徒7:52;
2) 預言(1) 徒3:24;
3) 曾預言(1) 徒3:18