получать: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπικυρέω]], [[ἐκφέρω]], [[ἐπιπολάζω]], [[ἄρνυμαι]], [[ἐμπολάω]], [[ἐκλαμβάνω]], [[κερδαίνω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[φέρω]], [[ἀντιτυγχάνω]], [[λαμβάνω]], [[παραδέχομαι]], [[παραδέκομαι]], [[ἀπολαγχάνω]], [[ἀναδέχομαι]], [[ἀναδέκομαι]], [[δέχομαι]], [[δέκομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[ποιέω]], [[προσεπιλαμβάνω]], [[συγκομίζω]], [[πλεονεκτέω]] | |rueltext=[[κομίζω]], [[κατεργάζομαι]], [[κυρέω]], [[ἕλκω]], [[ἀντιάζω]], [[ἐπικυρέω]], [[ἐκφέρω]], [[ἐπιπολάζω]], [[ἄρνυμαι]], [[ἐμπολάω]], [[ἐκλαμβάνω]], [[κερδαίνω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[φέρω]], [[ἀντιτυγχάνω]], [[λαμβάνω]], [[παραδέχομαι]], [[παραδέκομαι]], [[ἀπολαγχάνω]], [[ἀναδέχομαι]], [[ἀναδέκομαι]], [[δέχομαι]], [[δέκομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[ποιέω]], [[προσεπιλαμβάνω]], [[συγκομίζω]], [[πλεονεκτέω]], [[τυγχάνω]], [[κρατέω]], [[βρίθω]], [[ὑπέχω]], [[προστυγχάνω]], [[ἀποφέρω]], [[αἴρω]], [[καρπόω]], [[προσλαμβάνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
κομίζω, κατεργάζομαι, κυρέω, ἕλκω, ἀντιάζω, ἐπικυρέω, ἐκφέρω, ἐπιπολάζω, ἄρνυμαι, ἐμπολάω, ἐκλαμβάνω, κερδαίνω, περιγίγνομαι, περιγίνομαι, φέρω, ἀντιτυγχάνω, λαμβάνω, παραδέχομαι, παραδέκομαι, ἀπολαγχάνω, ἀναδέχομαι, ἀναδέκομαι, δέχομαι, δέκομαι, μεταλαμβάνω, ποιέω, προσεπιλαμβάνω, συγκομίζω, πλεονεκτέω, τυγχάνω, κρατέω, βρίθω, ὑπέχω, προστυγχάνω, ἀποφέρω, αἴρω, καρπόω, προσλαμβάνω