задержка: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιληψία]] | |rueltext=[[ἐπιληψία]], [[καταμονή]], [[ἐγκράτησις]], [[ἐπίσχεσις]], [[στηριγμός]], [[ἀντικατάσχεσις]], [[μελλώ]], [[μέλλημα]], [[ἐναπόλειψις]], [[ἐναπόληψις]], [[παγίς]], [[μέλλησις]], [[ἀναβολή]], [[ἀμβολή]], [[ἀμβολά]], [[ἀντικοπή]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἐποχή]], [[ἐπίστασις]], [[ἀνακωχή]], [[ἀνοκωχή]], [[ὑπέρθεσις]], [[ὑπερβολή]], [[διάκρουσις]], [[ἴσχον]], [[μονή]], [[ἀνακοπή]], [[ἀνάβλησις]], [[διατριβή]], [[χρόνος]], [[συνοχή]], [[κατάληψις]], [[κάθεξις]], [[ἀναχαίτισμα]], [[τρίβος]], [[ἐπιμονή]], [[σχέσις]], [[τριβή]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπιληψία, καταμονή, ἐγκράτησις, ἐπίσχεσις, στηριγμός, ἀντικατάσχεσις, μελλώ, μέλλημα, ἐναπόλειψις, ἐναπόληψις, παγίς, μέλλησις, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, ἀντικοπή, ἀντίκρουσις, ἐποχή, ἐπίστασις, ἀνακωχή, ἀνοκωχή, ὑπέρθεσις, ὑπερβολή, διάκρουσις, ἴσχον, μονή, ἀνακοπή, ἀνάβλησις, διατριβή, χρόνος, συνοχή, κατάληψις, κάθεξις, ἀναχαίτισμα, τρίβος, ἐπιμονή, σχέσις, τριβή