seguro: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[εἰ]], [[βάσιμος]], [[ἀδεής]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀξιόπιστος]], [[ἀραρίσκω]], [[ἀτρεκής]], [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπήμων]], [[ἀκατάφθορος]], [[ἀδιάδραστος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάπταιστος]], [[ἀκίνδυνος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἄπτωτος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄκλοπος]], [[ἄπταιστος]], [[ἔγγυος]], [[ἐνέχυρος]], [[διαβεβαιωτικός]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀνεπισφαλής]], [[ἑδράστερος]] | |sltx=[[εἰ]], [[εἰ μή]], [[βάσιμος]], [[ἀδεής]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀξιόπιστος]], [[ἀραρίσκω]], [[ἀτρεκής]], [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπήμων]], [[ἀκατάφθορος]], [[ἀδιάδραστος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάπταιστος]], [[ἀκίνδυνος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἄπτωτος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄκλοπος]], [[ἄπταιστος]], [[ἔγγυος]], [[ἐνέχυρος]], [[διαβεβαιωτικός]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀνεπισφαλής]], [[ἑδράστερος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 3 November 2019
Spanish > Greek
εἰ, εἰ μή, βάσιμος, ἀδεής, ἀμετανόητος, ἀκηδής, δυσπερίτρεπτος, ἀξιόπιστος, ἀραρίσκω, ἀτρεκής, ἀσφαλής, βέβαιος, ἀλανής, ἀσάλευτος, ἀπήμων, ἀκατάφθορος, ἀδιάδραστος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάπταιστος, ἀκίνδυνος, ἀμετάπειστος, ἀπρόπτωτος, ἄπτωτος, ἀπροφάσιστος, ἄκλοπος, ἄπταιστος, ἔγγυος, ἐνέχυρος, διαβεβαιωτικός, ἀστέμβακτος, ἀνεπισφαλής, ἑδράστερος