ὁδηγός: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(cc2) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odigos | |Transliteration C=odigos | ||
|Beta Code=o(dhgo/s | |Beta Code=o(dhgo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[guide]], <span class="bibl">Plb.5.5.15</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>27</span> ; of a goddess, <span class="bibl">Paus.2.11.2</span> ; part of a dirigible <b class="b3">χελώνη</b>, <span class="bibl">Ath.Mech.34.6</span> ; ταῖς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῖς χρησάμενος D.H.<span class="title">Amm.</span>1.12, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span>p.20</span> O. : as Adj., <b class="b3">ὁδηγὰ πλοῖα</b> [[pilot]]-boats, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7173.16</span>(ii A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 28 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A guide, Plb.5.5.15, Plu.Alex.27 ; of a goddess, Paus.2.11.2 ; part of a dirigible χελώνη, Ath.Mech.34.6 ; ταῖς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῖς χρησάμενος D.H.Amm.1.12, cf. Phld.Lib.p.20 O. : as Adj., ὁδηγὰ πλοῖα pilot-boats, Sammelb.7173.16(ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 292] ὁ, = ὁδηγητής (s. auch ὁδαγός); Pol. 5, 5, 15; Plut. u. a. Sp., auch adj., αἱ ὁδηγοὶ τῆς διανοίας αἰσθήσεις, S. Emp. pyrrh. 1, 128.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδηγός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ δεικνύων τὴν ὁδόν, Πολύβ. 5. 5, 15, Πλουτ. Ἀλέξ. 27· ἐπὶ θεότητος, Παυσ. 2. 11, 2. ΙΙ. διδάσκαλος, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 12. Πρβλ. ὁδᾱγός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui conduit sur la route, guide.
Étymologie: ὁδός, ἄγω.
Spanish
English (Strong)
from ὁδός and ἡγέομαι; a conductor (literally or figuratively (teacher)): guide, leader.
English (Thayer)
ὁδηγοῦ, ὁ (ὁδός and ἡγέομαι t; cf. χορηγός), a leader of the way, a guide;
a. properly: Polybius 5,5, 15; Plutarch, Alex. 27; ὁδηγός τυφλῶν, i. e. like one who is literally so called, namely a teacher of the ignorant and unexperienced, τυφλοί ... ὁδηγοί τυφλῶν, i. e. like blind guides in the literal sense, in that, while themselves destitute of a knowledge of the truth, they offer themselves to others as teachers, Matthew 23:16,24.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ ὁδηγός, Μ και ὁδαγός)
1. αυτός που προπορεύεται δείχνοντας την πορεία στους άλλους που ακολουθούν
2. ως επίθ. οδηγός, -ό
οδηγητικός, καθοδηγητικός ή ρυθμιστικός («οδηγό πυροβόλο» — πυροβόλο που ρυθμίζει τη σκόπευση τών υπόλοιπων)
νεοελλ.
1. πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα να οδηγεί ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου, ξεναγός
2. ο πρώτος σε μια παράταξη σύμφωνα με τον οποίο ρυθμίζουν οι υπόλοιποι τη θέση ή το βήμα τους στη διάρκεια γυμναστικών ή στρατιωτικών ασκήσεων
3. αυτός που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα («οδηγός αυτοκινήτου»)
4. τεχνολ. η ευθυντηρία
5. ναυτ. πλοίο που τίθεται επικεφαλής σε ναυτικό σχηματισμό και σύμφωνα με το οποίο κανονίζουν τη θέση τους τα υπόλοιπα (α. «οδηγός γραμμής» β. «οδηγός σχηματισμού» ή «οδηγός στόλου»)
6. νεαρή κοπέλα-μέλος προσκοπικής οργάνωσης
7. φυλλάδιο ή βιβλίο που περιέχει πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την ενημέρωση και τον προσανατολισμό κάποιου σε έναν γεωγραφικό και καλλιτεχνικό χώρο ή παρέχει γνώσεις και συμβουλές σε έναν οποιονδήποτε τομέα (α. «οδηγός της Κέρκυρας» β. «οδηγός του Μουσείου Μπενάκη» γ. «οδηγός μαγειρικής» δ. «οδηγός καλής συμπεριφοράς»)
8. (στις Κυκλάδες) η βασίλισσα τών μελισσών
9. (στην Κρήτη) κριάρι που προηγείται του ποιμνίου
10. (γενικά) καθετί που χρησιμεύει στη χάραξη της πορείας και στην καθοδήγηση ενός ατόμου («η πείρα είναι ο καλύτερος οδηγός»)
μσν.-αρχ.
ο Θεός ως καθοδηγητής τών ανθρώπων
αρχ.
1. δάσκαλος («ταῑς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῑς χρησάμενος», Διον. Αλ.)
2. μέρος από το οποίο κατευθυνόταν η πολιορκητική χελώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὁδηγός: ὁ (ὁδός, ἡγέομαι), οδηγός, καθοδηγητής, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδηγός:
I ὁ проводник Polyb., Plut.
ведущий, руководящий NT: αἱ ὁδηγοὶ (τῆς διανοίας) αἰσθήσεις Sext. чувственные восприятия, руководящие мышлением.
Middle Liddell
ὁδ-ηγός, οῦ, ὁ, ὁδός, ἡγέομαι
a guide, Plut.
Chinese
原文音譯:ÐdhgÒj 何特-誒哥士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:道路-帶領(者)
字義溯源:領導者,領路者,領路,領,引導;由(ὁδός / ὁδοποιέω)*=路)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成,而 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(5);太(3);徒(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 領路的(3) 太15:14; 太23:16; 太23:24;
2) 領路者(1) 羅2:19;
3) 領路(1) 徒1:16