κύδιστος: Difference between revisions
Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kydistos | |Transliteration C=kydistos | ||
|Beta Code=ku/distos | |Beta Code=ku/distos | ||
|Definition=η, ον, Sup. of <b class="b3">κυδρός</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">most honoured, noblest</b>, in Hom. freq. of Zeus and Agamemnon, Ζεῦ κύδιστε μέγιστε <span class="bibl">Il.2.412</span>, al.; Ἀτρεΐδη κ. <span class="bibl">1.122</span>, al.; of Athena, <span class="bibl">4.515</span>, <span class="bibl">Od.3.378</span>; of Hera, <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>42</span>; of Leto, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>62</span>; of Anchises, <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>108</span>; κύδιστ' Ἀχαιῶν <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>238</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of things, | |Definition=η, ον, Sup. of <b class="b3">κυδρός</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">most honoured, noblest</b>, in Hom. freq. of Zeus and Agamemnon, Ζεῦ κύδιστε μέγιστε <span class="bibl">Il.2.412</span>, al.; Ἀτρεΐδη κ. <span class="bibl">1.122</span>, al.; of Athena, <span class="bibl">4.515</span>, <span class="bibl">Od.3.378</span>; of Hera, <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>42</span>; of Leto, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>62</span>; of Anchises, <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>108</span>; κύδιστ' Ἀχαιῶν <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>238</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of things, [[greatest]], κύδιστ' ἀχέων <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>13</span> (anap.): in Trag., Comp. κῡδίων [<b class="b3">ῑ], ον</b>, gen. ονος<b class="b3">, τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον</b>; what <b class="b2">profits it</b> me to live? <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>960</span> (s.v.l.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Andr.</span>639</span> (v.l. [[κύδιστον]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:44, 28 June 2020
English (LSJ)
η, ον, Sup. of κυδρός,
A most honoured, noblest, in Hom. freq. of Zeus and Agamemnon, Ζεῦ κύδιστε μέγιστε Il.2.412, al.; Ἀτρεΐδη κ. 1.122, al.; of Athena, 4.515, Od.3.378; of Hera, h.Ven.42; of Leto, h.Ap.62; of Anchises, h.Ven.108; κύδιστ' Ἀχαιῶν A.Fr.238 (lyr.). 2 of things, greatest, κύδιστ' ἀχέων Id.Supp.13 (anap.): in Trag., Comp. κῡδίων [ῑ], ον, gen. ονος, τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον; what profits it me to live? E.Alc.960 (s.v.l.), cf. Andr.639 (v.l. κύδιστον).
German (Pape)
[Seite 1524] superl., u. κυδίων, ον, compar. von κῦδος unmittelbar abgeleitet, zu κυδρός gehörig, ruhmvoller, der ruhmvollste, berühmteste; Hom. nennt κύδιστος sowohl den Zeus, Il. 24, 308, u. die Athene, Διὸς θυγάτηρ κυδίστη 4, 515, als auch den Agamemnon, 1, 122; auch Aesch. Suppl. 13 u. frg. hat den superl., wie Eur. den compar., Androm. 640; τί μοι ζῆν κύδιον; was frommt es mir zu leben (vgl. κέρδιον)? Alc. 963. Vgl. κυδέστερος.
Greek (Liddell-Scott)
κύδιστος: ῡ, η, ον, ὑπερθ. τοῦ κυρδός, (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κῦδος, ὡς τὸ αἴσχιστος, τὸ ὑπερθ. τοῦ αἰσχρός, ἐκ τοῦ αἶσχος), ἐνδοξότατος, μεγάλως τιμώμενος, περιφημότατος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, τῶν πρώτων δηλ. τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Δ. 515, Ὀδ. Γ. 378· τῆς Ἥρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 42· τῆς Λητοῦς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 62· τοῦ Ἀγχίσου, Ὕμν. Ὁμ εἰς Ἀφρ. 108· κύδιστ’ Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 92. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μέγιστος, κύδιστ’ ἀχέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 14· οὕτω παρ’ Ἀττ., συγκρ. κῡδίων, ον, γεν. ονος, τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον; τί με ὠφελεῖ νὰ ζῶ; Εὐρ. Ἄλκ. 960, πρβλ. Ἀνδρ. 639.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très glorieux, très illustre.
Étymologie: κῦδος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κύδιστος, -ίοτη, -ον (Α)
(υπερθ. του κυδρός)
1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.)
2. (για πράγματα) μέγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. -ιστος (πρβλ. αἴσχ-ιστος < αἰσχρός, ἔχθ-ιστος < ἐχθρός)].
Greek Monotonic
κύδιστος: [ῡ], -η, -ον,
I. υπερθ. του κυδρὸς (σχημ. από το κῦδος, όπως το αἴσχιστος του αἰσχρός προέρχεται από το αἶσχος), περισσότερο ένδοξος, πιο τιμημένος, ευγενέστερος, σε Όμηρ.
II. συγκρ. κυδίων [ῑ], πιο ευγενής· τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον, τί με ωφελεί να ζω; σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κύδιστος: (ῡ) [superl. к κυδρός
1) славнейший, достославный (Ζεύς, Διὸς θυγάτηρ, Ἀτρείδης Hom.);
2) составляющий славу, покрывающий славой (sc. ἄχος Aesch.).
Middle Liddell
κύ¯διστος, η, ον [Sup. of κυδρός, formed from κῦδος, as αἴσχιστος, sup. of αἰσχρός, from αἶσχος
I. most glorious, most honoured, noblest, Hom.
II. comp.