μελικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melikos | |Transliteration C=melikos | ||
|Beta Code=meliko/s | |Beta Code=meliko/s | ||
|Definition=ή, όν, (<b class="b3">μέλος</b> B) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, (<b class="b3">μέλος</b> B) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[lyric]], ποίησις Plu.2.348b: <b class="b3">μελικός, ὁ</b>, <b class="b2">lyric poet</b>, of Pindar, ib.120c; τὸ μ. σχῆμα <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>11</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> [[lyrically]], Sch.<span class="bibl">Ar. <span class="title">Av.</span>209</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:05, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν, (μέλος B)
A lyric, ποίησις Plu.2.348b: μελικός, ὁ, lyric poet, of Pindar, ib.120c; τὸ μ. σχῆμα D.H. Comp.11. Adv. -κῶς lyrically, Sch.Ar. Av.209.
German (Pape)
[Seite 123] zum Gesange gehörig, mit Gesang begleitet, sangbar, Sp.; ὁ μελικός, der Lieder-, lyrische Dichter, Plut. consol. ad Apoll. p. 365; – μελικῶς, Schol. Ar. Av. 209.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐκός: -ή, -όν, (μέλος ΙΙ) ὁ εἰς τὸ μέλος ἀνήκων, λυρικός, ποίησις Πλούτ. 2. 348Β· μελικός, ὁ, λυρικὸς ποιητής, ὁ αὐτ. ἐν 2. 120C. Ἐπίρρ. -κῶς, λυρικῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 209.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le chant ; ὁ μελικός poète lyrique.
Étymologie: μέλος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μελικός, -ή, -όν) μέλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέλος ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με μέλος, ο λυρικός («μελικὴ ποίησις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μελικός
ο λυρικός ποιητής
αρχ.
φρ. «μελικὸν σχῆμα» — η μορφή τών μελικών ποιημάτων, δηλαδή η σύνθεση κατά στροφές ή περιόδους.
επίρρ...
μελικῶς (Α)
με μέλος, με μελωδία, με μελικό ή λυρικό τρόπο, λυρικά.
Russian (Dvoretsky)
μελικός: μέλος II] сопровождаемый пением, мелический (ποίησις Plut.).
II ὁ мелический поэт, песенник Plut.