μουγκρίζω: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
(26)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mougkrizo
|Transliteration C=mougkrizo
|Beta Code=mougkri/zw
|Beta Code=mougkri/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">slobber</b>, or perh. <b class="b2">snarl</b>, Anon.<span class="title">in Rh.</span>216.28.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[slobber]], or perh. [[snarl]], Anon.<span class="title">in Rh.</span>216.28.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μουγγρίζω]] (ΑΜ [[μουγκρίζω]], Μ και μογκρίζω)<br /><b>1.</b> (για ταύρους και άγρια θηρία) [[μυκώμαι]], [[βρυχώμαι]], [[αφήνω]] παρατεταμένη και υπόκωφη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> για πρόσ.) [[φωνάζω]] [[δυνατά]] από τους πόνους, [[ουρλιάζω]] ή [[εκπέμπω]] βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη («μούγκριζε από τον πόνο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[φυσικά]] φαινόμενα και για τη [[θάλασσα]]) [[βουίζω]] («μουγκρίζει ο [[άνεμος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(υβριστικά) [[ομιλώ]], [[λέγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκκρίνω]] [[σάλιο]]<br /><b>2.</b> [[παραπονιέμαι]], [[διαμαρτύρομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. από τον μυκηθμό <i>μούου</i> τών ταύρων και άλλων ζώων. Η κατάλ. -<i>ρίζω</i> απαντά [[συχνά]] σε ηχομιμητικά ρήματα (<b>πρβλ.</b> <i>κακα</i>-<i>ρίζω</i>, [[νιαουρίζω]])<br /><b>βλ.</b> και λ. <i>μυκῶμαι</i>].
|mltxt=και [[μουγγρίζω]] (ΑΜ [[μουγκρίζω]], Μ και μογκρίζω)<br /><b>1.</b> (για ταύρους και άγρια θηρία) [[μυκώμαι]], [[βρυχώμαι]], [[αφήνω]] παρατεταμένη και υπόκωφη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> για πρόσ.) [[φωνάζω]] [[δυνατά]] από τους πόνους, [[ουρλιάζω]] ή [[εκπέμπω]] βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη («μούγκριζε από τον πόνο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[φυσικά]] φαινόμενα και για τη [[θάλασσα]]) [[βουίζω]] («μουγκρίζει ο [[άνεμος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(υβριστικά) [[ομιλώ]], [[λέγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκκρίνω]] [[σάλιο]]<br /><b>2.</b> [[παραπονιέμαι]], [[διαμαρτύρομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. από τον μυκηθμό <i>μούου</i> τών ταύρων και άλλων ζώων. Η κατάλ. -<i>ρίζω</i> απαντά [[συχνά]] σε ηχομιμητικά ρήματα (<b>πρβλ.</b> <i>κακα</i>-<i>ρίζω</i>, [[νιαουρίζω]])<br /><b>βλ.</b> και λ. <i>μυκῶμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 17:30, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουγκρίζω Medium diacritics: μουγκρίζω Low diacritics: μουγκρίζω Capitals: ΜΟΥΓΚΡΙΖΩ
Transliteration A: mounkrízō Transliteration B: mounkrizō Transliteration C: mougkrizo Beta Code: mougkri/zw

English (LSJ)

   A slobber, or perh. snarl, Anon.in Rh.216.28.

Greek Monolingual

και μουγγρίζω (ΑΜ μουγκρίζω, Μ και μογκρίζω)
1. (για ταύρους και άγρια θηρία) μυκώμαι, βρυχώμαι, αφήνω παρατεταμένη και υπόκωφη φωνή
2. μτφ. για πρόσ.) φωνάζω δυνατά από τους πόνους, ουρλιάζω ή εκπέμπω βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη («μούγκριζε από τον πόνο»)
νεοελλ.
(για φυσικά φαινόμενα και για τη θάλασσα) βουίζω («μουγκρίζει ο άνεμος»)
μσν.
(υβριστικά) ομιλώ, λέγω
αρχ.
1. εκκρίνω σάλιο
2. παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον μυκηθμό μούου τών ταύρων και άλλων ζώων. Η κατάλ. -ρίζω απαντά συχνά σε ηχομιμητικά ρήματα (πρβλ. κακα-ρίζω, νιαουρίζω)
βλ. και λ. μυκῶμαι].