σθεναρός: Difference between revisions
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sthenaros | |Transliteration C=sthenaros | ||
|Beta Code=sqenaro/s | |Beta Code=sqenaro/s | ||
|Definition=ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj.<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj.<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[strong]], [[mighty]], Ἄτη <span class="bibl">Il. 9.505</span>; βραχίων <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>389</span>; σιδήρια <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>31</span>; [[intense]], καρδιωγμός <span class="bibl">Id.<span class="title">Mul.</span>2.126</span>: Comp., ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>467</span>. Adv. <b class="b3">-ρῶς</b> [[violently]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>20</span>; ἀπωθεῖν <span class="bibl">Ph.1.553</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:30, 29 June 2020
English (LSJ)
ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj.
A strong, mighty, Ἄτη Il. 9.505; βραχίων E.El.389; σιδήρια Hp.Fract.31; intense, καρδιωγμός Id.Mul.2.126: Comp., ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν S.OT467. Adv. -ρῶς violently, Phld.Sign.20; ἀπωθεῖν Ph.1.553.
German (Pape)
[Seite 876] stark, kräftig, mächtig; Ἄτη σθεναρή, Il. 9, 505; ἀελλάδων ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν, d. i. schneller, Soph. O. C. 468; βραχίων, Eur. El. 389; auch in sp. Prosa, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 160; σθεναρῶς συνάγειν, adv. phys. 1, 437.
Greek (Liddell-Scott)
σθενᾰρός: -ά, -όν, ποιητ. ἐπίθετ., ἰσχυρός, κρατερός, δυνατός, Ἄτη Ἰλ. Ι. 505· βραχίων Εὐρ. Ἠλ. 389· σιδήρια Ἱππ. Ἀγμ. 773. ― Συγκρ., σθεναρώτερον ἵππων φυγᾷ πόδα νωμῶν Σοφ. Ο. Τ. 467.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fort, puissant;
Cp. σθεναρώτερος.
Étymologie: σθένος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ή, -ό / σθεναρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α
γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ
γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ.
δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος, θαρραλέος (α. «σθεναρή στάση» β. «σθεναρή αντίσταση»)
2. το αρσ. ως ουσ. σθεναρός
(λογ.) μνημονική λέξη, αντίστοιχη της λατινικής felapton, του δεύτερου τρόπου του τριτόσχημου κατηγορικού συλλογισμού, κατά τον οποίο η μείζων πρόταση είναι καθολικά αποφατική, η ελάσσων καθολικά καταφατική και το συμπέρασμα επιμέρους αποφατικό, λ.χ.: κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να εγκαταλείψει ο ίδιος τον εαυτό του
κάθε άνθρωπος είναι εχθρός του εαυτού του
άρα, υπάρχουν μερικοί εχθροί τους οποίους δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε
αρχ.
βίαιος, σφοδρός («σθεναρὸς καρδιωγμός», Ιπποκρ.).
επίρρ...
σθεναρώς / σθεναρῶς ΝΑ, και σθεναρά Ν
νεοελλ.
με σθένος, με θάρρος και δύναμη
αρχ.
βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + επίθημα -αρός κατά τα βριαρός, στιβαρός.
Greek Monotonic
σθενᾰρός: -ά, -όν, δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· συγκρ. σθεναρώτερος, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σθενᾰρός -ά -όν [σθένος] krachtig, sterk.
Russian (Dvoretsky)
σθενᾰρός: сильный, могучий (Ἄτη Hom.; βραχίων Eur.).
Middle Liddell
σθενᾰρός, ή, όν
strong, mighty, Il., Eur.:—comp. σθεναρώτερος Soph. [from σθένος