κανηφορία: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kaniforia
|Transliteration C=kaniforia
|Beta Code=kanhfori/a
|Beta Code=kanhfori/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">office of</b> <b class="b3">κανηφόρος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hipparch.</span>229c</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[office of]] <b class="b3">κανηφόρος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hipparch.</span>229c</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορία Medium diacritics: κανηφορία Low diacritics: κανηφορία Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΙΑ
Transliteration A: kanēphoría Transliteration B: kanēphoria Transliteration C: kaniforia Beta Code: kanhfori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of κανηφόρος, Pl.Hipparch.229c.

German (Pape)

[Seite 1320] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν κάνιστρον, ὅπερ ἦν ἔργον τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;
2 charge de κανηφόρος.
Étymologie: κανηφόρος.

Greek Monolingual

κανηφορία, ἡ (Α) κανηφορώ
η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων.

Greek Monotonic

κᾰνηφορία: ἡ, το αξίωμα, το έργο του κανηφόρου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνηφορία: ἡ культ. ношение священных корзин Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανηφορία -ας, ἡ [κανηφόρος] relig. functie van manddraagster.

Middle Liddell

κᾰνηφορία, ἡ,
the office of κανηφόρος, Plat. [from κᾰνηφόρος]