μελύδριον: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melydrion | |Transliteration C=melydrion | ||
|Beta Code=melu/drion | |Beta Code=melu/drion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[μέλος]] A, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=τό, Dim. of [[μέλος]] A, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[poor limb]], <span class="bibl">M.Ant.7.68</span>(pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Dim. of [[μέλος]] B, [[ditty]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>883</span>, <span class="bibl">Theoc.7.51</span>, <span class="bibl">Bion<span class="title">Fr.</span>5.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:10, 30 June 2020
English (LSJ)
τό, Dim. of μέλος A,
A poor limb, M.Ant.7.68(pl.). II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.
German (Pape)
[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.
Greek (Liddell-Scott)
μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.
Greek Monolingual
μελύδριον, τὸ (Α)
1. μικρό μέλος του σώματος («κἄν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος», Μάρκ. Αυρ.)
2. τραγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Greek Monotonic
μελύδριον: τό, υποκορ. του μέλος II, τραγουδάκι, σε Θεόκρ., Βίωνα.
Russian (Dvoretsky)
μελύδριον: τό песенка Arph., Theocr.
Middle Liddell
μελύδριον, ου, τό, [Dim. of μέλος II]
a ditty, Theocr., Bion.