μισοψηφιστής: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(25) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misopsifistis | |Transliteration C=misopsifistis | ||
|Beta Code=misoyhfisth/s | |Beta Code=misoyhfisth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hater of calculators]], name of a mime by Philistion, Suid. s.v. [[Φιλιστίων]] (nisi leg. μιμο-).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:10, 1 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hater of calculators, name of a mime by Philistion, Suid. s.v. Φιλιστίων (nisi leg. μιμο-).
German (Pape)
[Seite 192] ὁ, der die Rechner haßt, Suid. v. Φιλιστίων.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοψηφιστής: -οῦ, ὁ μισῶν τοὺς λογιστάς, ὄνομα δράματος τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Φιλιστίωνος, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλιστίων, (διάφ. γραφή: μιμοψηφιστής).
Greek Monolingual
μισοψηφιστής, ὁ (Α)
1. αυτός που μισεί τους λογιστές
2. ως κύριο όν. Μισοψηφιστής
τίτλος δράματος του Φιλιστίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ψηφιστής «λογιστής» (< ψηφίζομαι), πρβλ. ισο-ψηφιστής.