ἀνελλήνιστος: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(1) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anellinistos | |Transliteration C=anellinistos | ||
|Beta Code=a)nellh/nistos | |Beta Code=a)nellh/nistos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[not Grecian]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.181</span>, Phryn.300, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>777.53</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:59, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A not Grecian, S.E.M.1.181, Phryn.300, EM777.53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελλήνιστος: -ον, ὁ μὴ Ἑλληνικός, τί τέ ἐστιν Ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμμ. 181, σ. 255.
Spanish (DGE)
-ον
no griego τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον S.E.M.1.181, cf. Phryn.299, EM 777.53G.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνελλήνιστος, -ον) ελληνίζω
1. μη ελληνικός, μη σύμφωνος με τους κανόνες της Ελληνικής, σόλοικος ή βάρβαρος
2. αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική γλώσσα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνελλήνιστος: Sext. = ἀνέλλην.