ἠοῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ioios
|Transliteration C=ioios
|Beta Code=h)oi=os
|Beta Code=h)oi=os
|Definition=α, ον, Ion. ἠοῖος, Dor. ἀοῖος,= <b class="b3">ἑῷος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the morning</b>, <b class="b3">ἀστήρ</b> Ion Lyr.<span class="title">Fr.</span>10; ἠοῖαι σαίρεσκον <span class="bibl">Euph.53.2</span>; <b class="b3">ἡ ἠοίη</b> (sc. <b class="b3">ὥρα</b>) <b class="b2">the morning</b>, πᾶσαν δ' ἠοίην . . <span class="bibl">Od.4.447</span>, cf. Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">toward the dawn, eastern</b>, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων <span class="bibl">Od.8.29</span>; πρὸς θαλάσσης ἠοίης <span class="bibl">Hdt.4.100</span>; <b class="b3">πρὸς τοὺς ἠ. τῶν Λιβύων</b> ib.<span class="bibl">160</span>; <b class="b3">πρὸς ἠοίην</b> (sc. <b class="b3">γῆν</b>) towards <b class="b2">the East</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>280</span>. (Cf. <b class="b3">ἠῷος</b>.)</span>
|Definition=α, ον, Ion. ἠοῖος, Dor. ἀοῖος,= <b class="b3">ἑῷος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the morning</b>, <b class="b3">ἀστήρ</b> Ion Lyr.<span class="title">Fr.</span>10; ἠοῖαι σαίρεσκον <span class="bibl">Euph.53.2</span>; <b class="b3">ἡ ἠοίη</b> (sc. <b class="b3">ὥρα</b>) [[the morning]], πᾶσαν δ' ἠοίην . . <span class="bibl">Od.4.447</span>, cf. Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">toward the dawn, eastern</b>, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων <span class="bibl">Od.8.29</span>; πρὸς θαλάσσης ἠοίης <span class="bibl">Hdt.4.100</span>; <b class="b3">πρὸς τοὺς ἠ. τῶν Λιβύων</b> ib.<span class="bibl">160</span>; <b class="b3">πρὸς ἠοίην</b> (sc. <b class="b3">γῆν</b>) towards [[the East]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>280</span>. (Cf. <b class="b3">ἠῷος</b>.)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:17, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠοῖος Medium diacritics: ἠοῖος Low diacritics: ηοίος Capitals: ΗΟΙΟΣ
Transliteration A: ēoîos Transliteration B: ēoios Transliteration C: ioios Beta Code: h)oi=os

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἠοῖος, Dor. ἀοῖος,= ἑῷος,

   A of the morning, ἀστήρ Ion Lyr.Fr.10; ἠοῖαι σαίρεσκον Euph.53.2; ἡ ἠοίη (sc. ὥρα) the morning, πᾶσαν δ' ἠοίην . . Od.4.447, cf. Hsch.    2 toward the dawn, eastern, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od.8.29; πρὸς θαλάσσης ἠοίης Hdt.4.100; πρὸς τοὺς ἠ. τῶν Λιβύων ib.160; πρὸς ἠοίην (sc. γῆν) towards the East, Call.Del.280. (Cf. ἠῷος.)

German (Pape)

[Seite 1173] ion. auch ἠόϊος, att. ἠῷος, morgendlich, in der Frühe, πᾶσαν δ' ἠοίην μένομεν, sc. ὥραν, den ganzen Morgen warteten wir, Od. 4, 447 (vgl. ἠῷος). – Gegen Morgen, Osten gelegen, östlich, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; θαλάσσης τῆς ἠοίης Her. 4, 100; τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων 4, 160; πρὸς ἠοίην, gen Osten, Callim. Del. 280. – In dor. Form ἀοῖος ἀστήρ, der Morgenstern, Ar. Pax 802, nach Ion.

Greek (Liddell-Scott)

ἠοῖος: -α, -ον, Ἰων. ἠόϊος, = ἑῷος, πρωινός, ἀστὴρ Ἴων παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 837˙ - ἡ ἠοίη (ἐνν. ὥρα), ἡ πρωία, πᾶσαν δ’ ἠοίην... Ὀδ. Δ. 447, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. 2) πρὸς τὴν πρωίαν, ἀνατολήν, ἀνατολικός, Λατ. orientalis, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 29˙ πρὸς θαλάσσης ἠοίης Ἡροδ. 4. 100˙ πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων αὐτόθι 160˙ πρὸς ἠοίην (ἐνν. γῆν), πρὸς ἀνατολάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 280.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 du matin, matinal ; ion.ἠοίη (ὥρα) le matin;
2 oriental.
Étymologie: ἠώς.

English (Autenrieth)

(ἠώς): fem. ἠοίη, as subst., morning, dawn, Od. 4.447; adj., eastern (opp. ἑσπέριοι), Oriental, ἄνθρωποι, Od. 8.29.

Greek Monolingual

ἠοῑος, -α και -η, -ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α)
1. εώος, πρωινός («ἠοῑος ἀστήρ» — το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. αυτός που βρίσκεται στην ανατολή ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ προς ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.
β. «προς τους ἠοὶους τῶν Λιβύων», Ηρόδ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἠοίη
α) (ενν. ὥρα) το πρωί («πᾱσαν ἠοίην», Ομ. Οδ.)
β) φρ. «προς ἠοίην» (ενν. γῆν)
προς ανατολάς, ανατολικά, Καλλίμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙE auso-s «ροδαυγή» (πρβλ. έως ΙΙ, ηώς) + επίθημα -ιος].

Greek Monotonic

ἠοῖος: -α, -ον, Ιων. ἠόϊος, -η, -ον=ἑῷος,
1. πρωινός, σε Αριστοφ.· ἡ ἠοίη (ενν. ὥρα), το πρωί, σε Ομήρ. Οδ.
2. προς το πρωί, προς την ανατολή, ο ανατολικός, στο ίδ., σε Ηρόδ.
3. αἱ Ἠοῖαι ήταν ποίημα του Ησιόδου, στο οποίο κάθε πρόταση ξεκινούσε με το ἢ οἵη.

Russian (Dvoretsky)

ἠοῖος: эп.-ион. = ἑῷος.

Middle Liddell

ἠοῖος, η, ον = ἑῷος,]
I. morning, Ar.:— ἡ ἠοίη (sc. ὥρἀ, the morning, Od.
2. toward morning, eastern, Od., Hdt.
II. αἱ Ἠοῖαι was a poem of Hesiod, in which each sentence began with ἢ οἵη.