ἡνιοστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iniostrofos
|Transliteration C=iniostrofos
|Beta Code=h(niostro/fos
|Beta Code=h(niostro/fos
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[charioteer]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>731</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡνιόστροφος, ον</b>, Pass., <b class="b2">guided by reins</b>, ἡνιοστρόφου δρόμου <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1022</span> (sed leg. <b class="b3">ἡνιοστροφῶ</b>).</span>
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[charioteer]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>731</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡνιόστροφος, ον</b>, Pass., [[guided by reins]], ἡνιοστρόφου δρόμου <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1022</span> (sed leg. <b class="b3">ἡνιοστροφῶ</b>).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:40, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοστρόφος Medium diacritics: ἡνιοστρόφος Low diacritics: ηνιοστρόφος Capitals: ΗΝΙΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hēniostróphos Transliteration B: hēniostrophos Transliteration C: iniostrofos Beta Code: h(niostro/fos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A charioteer, S.El.731.    II ἡνιόστροφος, ον, Pass., guided by reins, ἡνιοστρόφου δρόμου A.Ch.1022 (sed leg. ἡνιοστροφῶ).

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, der die Zügel wendet, Wagenlenker, Soph. El. 731; δρόμος Aesch. Ch. 1018, l. d.^

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοστρόφος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν διὰ τῶν ἡνιῶν, Σοφ. Ἠλ. 731· -ἡνιοστροφία, ἡ, Μανασσ. Χρον. 113. ΙΙ. ἡνιόστροφος, ον, παθ., ὁδηγούμενος διὰ τοῦ χαλινοῦ, ἡνιοστρόφου δρόμου Αἰσχύλ. Χο. 1022, ἔνθα ὁ Stanl. διώρθωσεν ἡνιοστροφῶν δρόμον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient les rênes, qui dirige ; subst.ἡνιοστρόφος SOPH conducteur de char.
Étymologie: ἡνία, στρέφω.

Greek Monolingual

ἡνιόστροφος, -ον (Α)
αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»].
ἡνιοστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που στρέφει τα ηνία, που διευθύνει με τα ηνία, ο ηνίοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. οιακο-στρόφος «αυτός που κινεί το πηδάλιο». Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λ., αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ηνιόστροφος) που της προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. ετοιμόφθορος-ετοιμοφθόρος)].

Greek Monotonic

ἡνιοστρόφος: ὁ (στρέφω), αυτός που κατευθύνει, που οδηγεί με τα χαλινάρια, ο ηνίοχος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοστρόφος: ὁ возница Soph.

Middle Liddell

ἡνιο-στρόφος, ὁ, στρέφω
one who guides by reins, a charioteer, Soph.