κορυφαγενής: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
(3) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koryfagenis | |Transliteration C=koryfagenis | ||
|Beta Code=korufagenh/s | |Beta Code=korufagenh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[head-born]], prop. epith. of Athena: in Pythag. philosophy, of an equilat. triangle, like [[Τριτογένεια]] <span class="bibl">11</span>, Plu.2.381f.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:54, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A head-born, prop. epith. of Athena: in Pythag. philosophy, of an equilat. triangle, like Τριτογένεια 11, Plu.2.381f.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἢ τῆς κορυφῆς γεννηθείς, ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς· ― ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ, ἐπίθετον ἰσοπλεύρου τριγώνου, ὡς τὸ Τριτογένεια ΙΙΙ, Πλούτ. 2. 381Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né de la tête de Zeus.
Étymologie: κορυφή, γένος.
Greek Monolingual
κορυφαγενής, -ές (Α)
1. (ως επίθ. της Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι του Διός
2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) (για τρίγωνο) ισόπλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφά (δωρ. τ. του κορυφή) + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής, νυμφα-γενής].
Russian (Dvoretsky)
κορῠφᾱγενής: родившийся из головы (Зевса) (Ἀθηνᾶ Plut.).