σχοινοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(40)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schoinodromos
|Transliteration C=schoinodromos
|Beta Code=sxoinodro/mos
|Beta Code=sxoinodro/mos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rope-climber</b>, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. [[σχοινίον]].</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[rope-climber]], ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. [[σχοινίον]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:00, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοδρόμος Medium diacritics: σχοινοδρόμος Low diacritics: σχοινοδρόμος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: schoinodrómos Transliteration B: schoinodromos Transliteration C: schoinodromos Beta Code: sxoinodro/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.

German (Pape)

[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος.