μετατροπία: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(1ba) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metatropia | |Transliteration C=metatropia | ||
|Beta Code=metatropi/a | |Beta Code=metatropi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[turn of fortune]], [[reverse]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>10.21</span> (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:20, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A turn of fortune, reverse, Pi.P.10.21 (pl.).
German (Pape)
[Seite 155] ἡ, = Vorigem, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις Pind. P. 10, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μετατροπία: ἡ, τροπὴ τύχης, ἀνατροπή, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 31.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
changement, vicissitude, revers.
Étymologie: μετάτροπος.
English (Slater)
μετατροπία
1 change of fortune μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.21)
Greek Monolingual
η (Α μετατροπία) μετάτροπος
νεοελλ.
μουσ. η μετάβαση από μια αρχική τονικότητα στο κλίμα της άλλης, με την προσφυγή είτε της μελωδίας είτε τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες της δεύτερης
αρχ.
1. τροπή ή μεταστροφή της τύχης
2. (κατ' επέκτ.) ανατροπή.
Greek Monotonic
μετατροπία: ἡ, μεταστροφή της τύχης, αντιστροφή.
Russian (Dvoretsky)
μετατροπία: ἡ перемена, превратность (φθονεραὶ μετατροπίαι Pind.).
Middle Liddell
μετατροπία, ἡ,
a turn of fortune, a reverse, Pind. [from μετάτροπος