ἀσυγκρότητος: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(1b) |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀσυγκρότητος:''' староатт. [[ἀξυγκρότητος]] 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.). | |elrutext='''ἀσυγκρότητος:''' староатт. [[ἀξυγκρότητος]] 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.). | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[not even]], [[of rowing]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A v. ἀξυγκρότητος.
German (Pape)
[Seite 379] eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκρότητος: -ον, ἴδε ἀξυγκρότητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
att. ἀξυγκρότητος;
non déjà rassemblé, càd qu’on prend n’importe où, qui se trouve sous la main.
Étymologie: ἀ, συγκροτέω.
Spanish (DGE)
v. ἀξυγκρότητος.
Greek Monolingual
-η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι συγκροτημένος ή συναρμολογημένος
2. ακατάρτιστος, ημιμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους
2. (για ύφος) πλαδαρός, χαλαρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυγκρότητος: староатт. ἀξυγκρότητος 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.).