ἀμπλάκημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(1a)
(CSV import)
Line 22: Line 22:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀμπλακεῖν]]<br />an [[error]], [[fault]], [[offence]], Aesch., etc.:—also, metri grat., [[ἀπλάκημα]], Aesch.
|mdlsjtxt=[from [[ἀμπλακεῖν]]<br />an [[error]], [[fault]], [[offence]], Aesch., etc.:—also, metri grat., [[ἀπλάκημα]], Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fault]], [[mistake]], [[sin]]
}}
}}

Revision as of 15:20, 4 July 2020

German (Pape)

[Seite 129] τό, Vergehen, Fehler, Tragg., Aesch. Pr. 112; Eum. 894, wo Herm. ἀπλ. lesen will; uno sonst; Soph. Ant. 51 im plur.; Eur. Phoen. 23; auch Lyc. bei Plut. apoph. Lac. p. 220.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπλάκημα: τό, πλάνη, σφάλμα, ἁμάρτημα, Αἰσχύλ. Πρ. 112, 386, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 51, κτλ. - Ποιητ. λέξις, ἣν μεταχειρίζεται ὁ Λυκοῦργος παρὰ Πλουτ. 2. 226Ε: - ὡσαύτως χάριν τοῦ μέτρου, ἀπλάκημα Αἰσχύλ. Εὐμ. 934.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἀμπλακία.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): metri gratiaἀπλάκημα A.Eu.934; ἀμβλάκημα Hsch.

• Prosodia: [-ᾰ-]
desatino, error, falta τοιῶνδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω A.Pr.112, cf. 386, 620, Supp.230, Eu.934, Fr.52, 530.21, S.Ant.51, E.Ph.23, Trag.Adesp.481, Plu.2.226e, Alciphr.4.19.10, Luc.Trag.9, Aq., Thd.Da.6.4.

Greek Monolingual

ἀμπλάκημα, το (Α)
σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρέμφατο αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].

Greek Monotonic

ἀμπλάκημα: -ατος, τό, λάθος, αδίκημα, αμάρτημα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης χάριν μέτρου, ἀπλάκημα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπλάκημα: ατος (λᾰ) τό Trag., Plut. = ἀμπλακία.

Middle Liddell

[from ἀμπλακεῖν
an error, fault, offence, Aesch., etc.:—also, metri grat., ἀπλάκημα, Aesch.

English (Woodhouse)

fault, mistake, sin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)