ἐπιτελής: Difference between revisions
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπι-τελής, ές [[τέλος]]<br />brought to an end, completed, [[accomplished]], Hdt., etc. | |mdlsjtxt=ἐπι-τελής, ές [[τέλος]]<br />brought to an end, completed, [[accomplished]], Hdt., etc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[complete]], [[fulfilled]], [[perfect]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 4 July 2020
English (LSJ)
ές, (τέλος)
A brought to an end, completed, accomplished, ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, Hdt.1.117, 3.141, Hp.Jusj., etc. ; ἐπιτελῆ ποιῆσαι ἐντολάν τινος Test.Epict.1.18 ; ἐ. ἐγίνετό τι Hdt.1.124, Th.1.141 ; εὐχαὶ ἐ. γενόμεναι Pl.Lg.931e, cf. SIG581.5 (ii B.C.) ; κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ D.H.10.46 ; of persons, adult, Hsch. Ion. Adv. -έως at last, Aret.SA2.8. II Act., effective, Ant.Lib. 19.3. III subject to taxation, ἔλαιον ἐ. τελῶν Milet.3.149.19 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 990] ές, vollendet, ausgeführt, ἐπιτελέα ἐγένετο Her. 3, 16, wie Thuc. 1, 141; Plut. Nic. 14; ἐπιτελέα ποιεῖν, ausführen, Her. 3, 141 u. oft; ἐπ. δ' εἴη ἡ εὐχή Plat. Ep. VIII, 353 a; Legg. XI, 931 e; ἐπίνοιαι Pol. 6, 15, 6; κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ, eine vollständige Entscheidung, ein entschiedenes Ende, D. Hal. 10, 46; – παρθένος, mannbar, Hesych. – Aber ὄρνιθες, Ant. Lib. 19, = ἐπιτελεστικός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτελής: -ές, (τέλος) τέλειος, ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, ἀπειλήσας παντοῖα τῷδε, ἢν μὴ τάδε ἐπιτελέα ποιήσῃ Ἡρόδ. 1. 117., 3. 141, Ἱππ. Ὅρκ. κτλ.· ταῦτά τε δὴ ὦν ἐπιτελέα ἐγίνετο = ἐπετελοῦντο, Ἡρόδ. 1. 124, Θουκ. 1. 141· εὐχὴ ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 931Ε· κρίσιν λαμβάνειν ἐπιτελῆ Διον. Ἁλ. 10. 46· ― «ἐπιτελῆ, εἰς πέρας ἀγόμενα» Σουΐδ.: ― ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν ὥρᾳ γάμου, «ἐπιτελής· ὡραία γαμεῖσθαι» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -έως, ἐπὶ τέλους, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 8. II. ἐνεργ., ἀποτελεσματικός, Ἀντ. Λιβ. 19.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mis à exécution, achevé, accompli.
Étymologie: ἐπί, τέλος.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπιτελής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. στρατιωτικός που είναι μέλος του επιτελείου
2. βοηθός ταγματάρχη του πεζικού ή μοιράρχου του ιππικού
3. αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη κόμματος, οργανισμού ή κινήσεως
αρχ.
1. τέλειος («ἐπιτελής δ’ εἴη ἡ εὐχή», Πλάτ.)
2. (για γυναίκα) η ώριμη για γάμο
3. αυτός που οδηγεί στην εκπλήρωση, στην ολοκλήρωση
4. αυτός που υπόκειται σε φορολογία.
επίρρ...
ἐπιτελῶς και -έως (Α)
επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -τελής (< τέλος «σκοπός»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α-τελής, νομο-τελής). Ο νεοελλ. τ. με τη σημασία «αξιωματικός, στρατιωτικός» είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. επι-τέλλω / -ομαι «διατάσσω, παραγγέλλω»].
Greek Monotonic
ἐπιτελής: -ές (τέλος), αυτός που έχει οδηγηθεί σε ένα τέλος, πλήρης, τέλειος, ολοκληρωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτελής:
1) доведенный до конца, законченный, выполненный: ἐπιτελὲς ποιεῖν τι Her. совершить (закончить) что-л.; ἐπιτελὲς γενέσθαι Her., Thuc., Plut. быть выполненным;
2) исполнившийся (εὐχαί Plat.; ἐπίνοιαι Polyb.).
Middle Liddell
ἐπι-τελής, ές τέλος
brought to an end, completed, accomplished, Hdt., etc.