οἰσύϊνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰσύϊνος:''' ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; [[ὅπλα]] Xen.).
|elrutext='''οἰσύϊνος:''' ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; [[ὅπλα]] Xen.).
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of osier]], [[of ozier]]
}}
}}

Revision as of 15:45, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύϊνος Medium diacritics: οἰσύϊνος Low diacritics: οισύϊνος Capitals: ΟΙΣΥΪΝΟΣ
Transliteration A: oisýïnos Transliteration B: oisuinos Transliteration C: oisyinos Beta Code: oi)su/i+nos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον,

   A of osier, of wickerwork, ῥῖπες Od.5.256 ; ἀσπίδες Th.4.9 ; ὅπλα X.HG2.4.25 ; ῥάβδος AP6.246 ; κύρτος Opp.H.3.372.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, ὁ ἐξ οἰσύας, ῥῖπες Ὀδ. Ε. 256· ἀσπίδες Θουκ. 4. 9· ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 25.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’osier.
Étymologie: οἰσύα.

Greek Monolingual

οἰσύϊνος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς («οἰσύϊναι ἀσπίδες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφν-ινος)].

Greek Monotonic

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη λυγαριά, πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

οἰσύϊνος: ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; ὅπλα Xen.).

English (Woodhouse)

of osier, of ozier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)