ὁμόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμό-φωνος, ον, [[φωνή]]<br /><b class="num">I.</b> [[speaking]] the [[same]] [[language]] with others, c. dat., Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> of the [[same]] [[sound]] or [[tone]], in [[unison]] with, τινι Aesch.
|mdlsjtxt=ὁμό-φωνος, ον, [[φωνή]]<br /><b class="num">I.</b> [[speaking]] the [[same]] [[language]] with others, c. dat., Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> of the [[same]] [[sound]] or [[tone]], in [[unison]] with, τινι Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[speaking the same dialect as]], [[speaking the same language as]]
}}
}}

Revision as of 15:50, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόφωνος Medium diacritics: ὁμόφωνος Low diacritics: ομόφωνος Capitals: ΟΜΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: homóphōnos Transliteration B: homophōnos Transliteration C: omofonos Beta Code: o(mo/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A speaking the same language with, ἔθνεα οὐκ ὁ. σφίσι (= ἀλλήλοις) Hdt.3.98, cf. Th.4.3, X.Mem.4.4.19.    II of the same sound or tone, in unison with, τισι A.Ag.158(lyr.). Adv. -νως having the same name with, τινι Str.9.2.29.    2 in Music, on the same note, in unison, opp. σύμφωνος (in concord), Arist.Pr.921a7, al., Nicom.Harm.11.5, Ptol.Harm.1.7. Adv. -νως with one voice (accord), Plu.Galb.5, S.E.P.3.239.    3 Gramm., having the same sound (e.g. of voc. and nom. πόλις), Hdn. Gr.2.628.

German (Pape)

[Seite 342] dieselbe Sprache redend, τινί, mit Einem, Her. 3, 98; Thuc. 4, 3. 41; gleich an Klang, dazu-, übereinstimmend, τοῖς δ' ὁμόφωνον αἴλινον εἰπέ, Aesch. Ag. 153; γένος ὁμ. καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c; Sp., auch adv. ὁμ οφώνως, S. Emp. pyrrh. 3, 239. – In der Musik = im Einklange singend, vgl. Arist. probl. 19, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν μετά τινος, ἔνθεα οὐχ ὁμ. σφισι (= ἀλλλήλοις) Ἡρόδ. 3. 98, πρβλ. Θουκ. 4. 3, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἦχον ἢ τόνον, τινι Αἰσχλυλ. Ἀγ. 158· - Ἐπίρρ. -νως, ὁμωνύμως, τινὶ Στράβ. 411. 2) ἐν τῇ Μουσικῇ μὲ τὸν αὐτὸν τόνον, ἐν ὁμοφωνίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σύμφωνος (ἐν ἁρμονίᾳ), ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1. - Ἐπίρρ. -νως, μιᾷ φωνῇ, Πλουτ. Γάλβ. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui parle la même langue que, τινι;
2 qui rend le même son, qui est d’accord, à l’unisson.
Étymologie: ὁμός, φωνή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόφωνος, -ον)
1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.)
2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος
2. αυτός που εκφράζεται ή γίνεται με σύμφωνη γνώμη όλων («ομόφωνη απόφαση»)
αρχ.
1. αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται από πολλούς με όμοια φωνή
2. γραμμ. (για λέξη) αυτός που έχει τον ίδιο τύπο.
επίρρ...
ομοφώνως και ομόφωνα (ΑΜ ὁμοφώνως)
με σύμφωνη γνώμη, με ομοφωνία
αρχ.
με το ίδιο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος, πολύ-φωνος].

Greek Monotonic

ὁμόφωνος: -ον (φωνή),
I. αυτός που μιλάει την ίδια γλώσσα με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε συνήχηση, σε ταυτοφωνία με, τινι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόφωνος:
1) говорящий на одинаковом языке (τινι Her., Thuc.; γένος ὁμόφωνον καὶ ὁμόνομον Plat.);
2) звучащий в унисон, однотонный или однозвучный (αἴλινος Aesch.; ἥδιόν ἐστι τὸ σύμφωνον τοῦ ὁμοφώνου Arst.).

Middle Liddell

ὁμό-φωνος, ον, φωνή
I. speaking the same language with others, c. dat., Hdt., Thuc., etc.
II. of the same sound or tone, in unison with, τινι Aesch.

English (Woodhouse)

speaking the same dialect as, speaking the same language as

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)