τοιουτότροπος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1, $2-$3")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τοιουτό-τροπος, ον,<br />of [[such]] [[kind]], [[such]] like, Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=τοιουτό-τροπος, ον,<br />of [[such]] [[kind]], [[such]] like, Hdt., Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of such a kind]], [[of such a sort]], [[of such kind]]
}}
}}

Revision as of 15:55, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιουτότροπος Medium diacritics: τοιουτότροπος Low diacritics: τοιουτότροπος Capitals: ΤΟΙΟΥΤΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: toioutótropos Transliteration B: toioutotropos Transliteration C: toioutotropos Beta Code: toiouto/tropos

English (LSJ)

ον,

   A of such fashion or kind, such-like, Hdt. 7.226, Hp.Prog.24, Art.42, Th.2.8,13, Pl.Lg.735e, Epicur.Ep.1p.29U., etc. Adv. τοιουτό-πως Hp.Art.44, Tz.ad Lyc.492, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1125] von solcher Art u. Weise, dergleichen, solcherlei; ὅσα τῶν φαρμάκων τοιουτότροπα, Plat. Legg. V, 735 e; Phaedr. 240 b u. A.; adv. τοιουτοτρόπως, Her. 7, 226; Thuc. 2, 13. 4, 25; Arist. plant. 1, 4; Epicur. bei D. L. 10, 79; S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

τοιουτότροπος: -ον, ὁ τοιοῦτος τὸν τρόπον ἢ τὸ εἶδος τοιοῦτος, ταῦτα καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· εἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο αὐτόθι 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de telle sorte, de la même sorte.
Étymologie: τοιοῦτος, τρόπος.

Greek Monolingual

-ον, Α
τέτοιος, τέτοιας λογήςεἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι», Θουκ.).
επίρρ...
τοιουτοτρόπως ΝΜΑ
κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + τρόπος (πρβλ. ἰδιό-τροπος)].

Greek Monotonic

τοιουτότροπος: -ον, τέτοιος στον τρόπο ή το είδος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τοιουτότροπος: такого же вида (типа, рода), в том же роде, подобный же Her., Thuc., Plat. etc.

Middle Liddell

τοιουτό-τροπος, ον,
of such kind, such like, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

of such a kind, of such a sort, of such kind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)