ὑποστατικός: Difference between revisions
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypostatikos | |Transliteration C=ypostatikos | ||
|Beta Code=u(postatiko/s | |Beta Code=u(postatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[able]] or [[willing to face]], c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.<span class="title">Fr.</span>8p.39H. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> abs., [[patient]], [[steadfast]], [[firm]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1222a33</span> (Comp.); ἔν τινι <span class="bibl">D.S.20.78</span>. Adv -κῶς <span class="bibl">Plb.5.16.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[belonging to substance]], [[substantial]], <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>1.20.17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. gen. rei, | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[able]] or [[willing to face]], c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.<span class="title">Fr.</span>8p.39H. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> abs., [[patient]], [[steadfast]], [[firm]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1222a33</span> (Comp.); ἔν τινι <span class="bibl">D.S.20.78</span>. Adv -κῶς <span class="bibl">Plb.5.16.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[belonging to substance]], [[substantial]], <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>1.20.17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. gen. rei, [[giving substance to]], [[causing the existence of]], τῶν ὅλων <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.537</span> S., cf. <span class="title">Inst.</span>25, <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.136</span> A., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>300</span>; opp. <b class="b3">φθαρτικός</b>, <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Porph.</span>103.15</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[entrance-fee]] paid by initiates, <span class="title">IG</span>5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:15, 6 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A able or willing to face, c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.Fr.8p.39H. 2 abs., patient, steadfast, firm, Arist.EE1222a33 (Comp.); ἔν τινι D.S.20.78. Adv -κῶς Plb.5.16.4. II belonging to substance, substantial, Arr. Epict.1.20.17. 2 c. gen. rei, giving substance to, causing the existence of, τῶν ὅλων Procl. in Prm.p.537 S., cf. Inst.25, Herm. in Phdr.p.136 A., Dam.Pr.300; opp. φθαρτικός, Ammon. in Porph.103.15. III -κόν, τό, entrance-fee paid by initiates, IG5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ἢ πρόθυμος νὰ ὑποβληθῇ εἴς τι ἢ νὰ ἀναλάβῃ τι, μετὰ γεν. πράγματος, ὑπ. δεινῶν Μέτωπ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 1, 64 (10, 48). 2) ἀπολ., ὑπομονητικός, σταθερός, εὐσταθής, Λατ. fortis, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5· ἔν τινι Διόδ. 20. 78. - Ἐπίρρ., -κῶς, Πολύβ. 5. 16, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὑπόστασιν, τὴν οὐσίαν, οὐσιώδης, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 17. 2) μετὰ γεν. πράγματος, ὁ ἀποτελῶν τὴν οὐσίαν τινός, τὴν ὑπόστασιν αὐτοῦ, Διον. Ἀρεοπ. 865Β. ΙΙΙ. Παρὰ τοῖς θεολόγοις, προσωπικός, πρβλ. ὑπόστασις Β. V.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑφίστημι
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο του αίματος, υπό την επίδραση της βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία του σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας («υποστατική πνευμονία»)
2. φρ. «υποστατική ένωση»
θεολ. ένωση τών δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, σε μία υπόσταση ή σε ένα πρόσωπο
μσν.
θεολ. προσωπικός
αρχ.
1. ικανός ή πρόθυμος να αναλάβει κάτι
2. (γενικά) υπομονητικός, καρτερικός
3. αυτός που έχει υπόσταση, πραγματικός, ουσιώδης
4. (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την ουσία, την υπόσταση κάποιου.
επίρρ...
ὑποστατικῶς Α
υπομονητικά, καρτερικά.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστᾰτικός: стойкий, выносливый Arst.