συμποτικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympotikos
|Transliteration C=sympotikos
|Beta Code=sumpotiko/s
|Beta Code=sumpotiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[convivial]], σ. πράγματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1142</span>; <b class="b3">νόμοι σ</b>. the laws <b class="b2">of drinking-parties</b>, enforced by the <b class="b3">συμποσίαρχος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 671c</span>; <b class="b3">σ. ἁρμονίαι</b> modes <b class="b2">suited for drinking-songs</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>398e</span>; ς. [<b class="b3">μουσική</b>] Phld.<span class="title">Mus.</span>p.82 K.; [<b class="b3">ἀρετή</b>] Id.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>76; <b class="b3">σ. διάλογοι</b>, work by Persaeus, <span class="bibl">Ath.4.162b</span>; <b class="b3">σ. προβλήματα</b>, title of a work by Plu. (v. <b class="b3">συμποσιακός</b>) <b class="b3"> ὑπομνήματα σ</b>., of a work by Persaeus, <span class="bibl">D.L.7.1</span>; <b class="b3">συμποτικός</b> [[a jolly fellow]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1209</span>, <span class="bibl">Plb.31.13.8</span>: Comp. -ώτερος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ep.Sat.</span>32</span>: Sup. -ώτατος <span class="bibl">Id.<span class="title">Tim.</span>46</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.25</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.6.20</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[convivial]], σ. πράγματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1142</span>; <b class="b3">νόμοι σ</b>. the laws <b class="b2">of drinking-parties</b>, enforced by the [[συμποσίαρχος]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 671c</span>; <b class="b3">σ. ἁρμονίαι</b> modes <b class="b2">suited for drinking-songs</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>398e</span>; ς. [[[μουσική]]] Phld.<span class="title">Mus.</span>p.82 K.; [[[ἀρετή]]] Id.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>76; <b class="b3">σ. διάλογοι</b>, work by Persaeus, <span class="bibl">Ath.4.162b</span>; <b class="b3">σ. προβλήματα</b>, title of a work by Plu. (v. [[συμποσιακός]]) <b class="b3"> ὑπομνήματα σ</b>., of a work by Persaeus, <span class="bibl">D.L.7.1</span>; [[συμποτικός]] [[a jolly fellow]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1209</span>, <span class="bibl">Plb.31.13.8</span>: Comp. -ώτερος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ep.Sat.</span>32</span>: Sup. -ώτατος <span class="bibl">Id.<span class="title">Tim.</span>46</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.25</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.6.20</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμποτικός Medium diacritics: συμποτικός Low diacritics: συμποτικός Capitals: ΣΥΜΠΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sympotikós Transliteration B: sympotikos Transliteration C: sympotikos Beta Code: sumpotiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A convivial, σ. πράγματα Ar.Ach.1142; νόμοι σ. the laws of drinking-parties, enforced by the συμποσίαρχος, Pl.Lg. 671c; σ. ἁρμονίαι modes suited for drinking-songs, Id.R.398e; ς. [[[μουσική]]] Phld.Mus.p.82 K.; [[[ἀρετή]]] Id.D.3Fr.76; σ. διάλογοι, work by Persaeus, Ath.4.162b; σ. προβλήματα, title of a work by Plu. (v. συμποσιακός) ὑπομνήματα σ., of a work by Persaeus, D.L.7.1; συμποτικός a jolly fellow, Ar.V.1209, Plb.31.13.8: Comp. -ώτερος Luc.Ep.Sat.32: Sup. -ώτατος Id.Tim.46, Philostr.Im.1.25. Adv. -κῶς Poll.6.20.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, zum Gaste od. zum Gastmahle gehörig, dazu sich passend; προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιαστικός, Ar. Vesp. 1208; συμποτικὰ τὰ πράγματα, Ach. 1107; νόμοι συμποτικοί, Plat. Legg. II, 671 c; ἁρμονίαι, Rep. III, 398 e; Folgde; ὁ σ., ein guter, unterhaltender Trinkgenoß, Gast, Pol. 31, 21, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συμποτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπότην ἢ εἰς συμπόσιον, φαιδρός, σ. πρήγματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· νόμοι σ., οἱ νόμοι οἱ ἰσχύοντες κατὰ τὸ συμπόσιον ἐπιβαλλόμενοι ὑπὸ τοῦ συμποσιάρχου, Πλάτ. Νόμ. 671C (ὅθενφράσις συμπόσιονπαιδαγωγεῖν, αὐτόθι 641Β)· σ. ἁρμονίαι, μελῳδίαι ἁρμόζουσα εἰς ᾄσματα τοῦ συμποσίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398Ε· σ. προβλήματα, ἐπιγραφὴ συγγράμματός τινος τοῦ Πλουτάρχου (ἴδε ἐν λ. συμποσιακός)· σ. ὑπομνήματα Διογ. Λ. 7. 1· ― συμποτικός φαιδρός, «ἀνοιχτόκαρδος» ἄνθρωπος, παῦ’, ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιακὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1209, πρβλ. Πολύβ. 31. 21, 8. ― Συγκρ. -ώτερος, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 32· ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 46. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne un festin ou des convives;
2 bon convive;
Cp. συμποτικώτερος, Sp. συμποτικώτατος.
Étymologie: συμπότης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμποτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπότης
αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.συμποτικός
αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια
2. φρ. α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε συμπόσιο (Πλάτ.)
β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη διεξαγωγή του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο συμποσίαρχος (Πλάτ.)
γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — τίτλος έργου του Πλουτάρχου
δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου.
επίρρ...
συμποτικῶς Α
με τρόπο που ταιριάζει σε συμπόσιο.

Greek Monotonic

συμποτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιον, σε αυτούς που πίνουν μαζί, φαιδρός, χαρούμενος, σε Αριστοφ.· συμποτικαὶ ἁρμονίαι, σκοποί που είναι κατάλληλοι για τραγούδια συμποσιαστών, σε Πλάτ.· συμποτικός, φαιδρός, κεφάτος άνθρωπος, σε Αριστοφ.· συγκρ. -ώτερος, υπερθ. -ώτατος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμποτικός -ή -όν, Att. ook ξυμποτικός [συμπότης] passend bij een symposium, van of voor een symposium:; νόμοι συμποτικοί regels van het symposium Plat. Lg. 671c; συμποτικαί ἁρμονίαι toonsoorten die passen bij een symposium Plat. Resp. 398e; van personen: zich gedragend zoals het hoort bij een symposium.

Russian (Dvoretsky)

συμποτικός: II ὁ приятный собутыльник Arph., Polyb.
пиршественный (πράγματα Arph.; νόμοι Plat.): συμποτικαὶ ἁρμονίαι Plut. застольные песни.

Middle Liddell

συμποτικός, ή, όν [from συμπότης
of or for a συμπόσιον, convivial, jolly, Ar.; ς. ἁρμονίαι airs suited for drinking songs, Plat.:— συμποτικός a jolly fellow, Ar.:—comp. -ώτερος, Sup. -ώτατος, Luc.