κλεψίαμβος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλεψίαμβος''': ὁ, [[εἶδος]] μουσικοῦ ὀργάνου, Φιλῆς παρ’ Ἀθην. 636Β, Ἀριστόξ. [[αὐτόθι]] 182F, | |lstext='''κλεψίαμβος''': ὁ, [[εἶδος]] μουσικοῦ ὀργάνου, Φιλῆς παρ’ Ἀθην. 636Β, Ἀριστόξ. [[αὐτόθι]] 182F, Πολυδ. Δ΄, 59. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κλεψίαμθος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εννεάχορδου μουσικού οργάνου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>οἱ κλεψίαμβοι</i><br />«[[μέλη]] τινὰ [[παρά]] Ἀλκμᾱνι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[κλεψ]]- του [[κλέπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-[[κλεψ]]-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ίαμβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἴαμβος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χορ</i>-[[ίαμβος]], <i>χωλ</i>-[[ίαμβος]]]. | |mltxt=κλεψίαμθος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εννεάχορδου μουσικού οργάνου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>οἱ κλεψίαμβοι</i><br />«[[μέλη]] τινὰ [[παρά]] Ἀλκμᾱνι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[κλεψ]]- του [[κλέπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-[[κλεψ]]-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ίαμβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἴαμβος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χορ</i>-[[ίαμβος]], <i>χωλ</i>-[[ίαμβος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, a kind of
A musical instrument, Phillis ap.Ath.14.636b, Aristox.ib.4.182f, Poll.4.59. II in pl., = μέλη τινὰ παρὰ Ἀλκμᾶνι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1449] ὁ, ein musikalisches Instrument; Aristox. bei Ath. IV, 182 f; Poll. 4, 59.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίαμβος: ὁ, εἶδος μουσικοῦ ὀργάνου, Φιλῆς παρ’ Ἀθην. 636Β, Ἀριστόξ. αὐτόθι 182F, Πολυδ. Δ΄, 59.
Greek Monolingual
κλεψίαμθος, ὁ (Α)
1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου
2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι
«μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ- του κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ-κλεψ-α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ-ίαμβος, χωλ-ίαμβος].