βασίλεια: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - ",[[" to ", [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰσίλειᾰ''': ἡ, βασιλέα Πίνδ.Ν.1.59· ([[βασιλεύς]]) - [[βασίλισσα]], [[ἡγεμονίς]],γυνὴ βασιλικῆς καταγωγῆς,Ὀδ. Δ.770, Αἰσχύλ. Ἀγ. 84,κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θεαινῶν, [[βασίλεια]] θεά, ἀμφότερα [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 794· β. γύναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 623, Εὐρ. Ἠλ. 988.Πρβλ. [[βασίλη]],[[βασιλίς]],[[βασίλισσα]].
|lstext='''βᾰσίλειᾰ''': ἡ, βασιλέα Πίνδ.Ν.1.59· ([[βασιλεύς]]) - [[βασίλισσα]], [[ἡγεμονίς]],γυνὴ βασιλικῆς καταγωγῆς,Ὀδ. Δ.770, Αἰσχύλ. Ἀγ. 84,κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θεαινῶν, [[βασίλεια]] θεά, ἀμφότερα [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 794· β. γύναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 623, Εὐρ. Ἠλ. 988.Πρβλ. [[βασίλη]], [[βασιλίς]], [[βασίλισσα]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 08:35, 16 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσίλειᾰ Medium diacritics: βασίλεια Low diacritics: βασίλεια Capitals: ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Transliteration A: basíleia Transliteration B: basileia Transliteration C: vasileia Beta Code: basi/leia

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, βασίλεια Pi.N.1.39: fem. of βασιλεύς:—

   A queen, princess, Od.4.770, A.Ag.84 (lyr.), Hdt.1.11, etc.; of goddesses, Κύπρις β. Emp.128.3, cf. Hymn.Is.I, etc.; β. θεά Ar.Pax974; β. γύναι A.Pers.623 (lyr.), E.El.988 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 436] ἡ, Königin, Fürstin, überall, von Hom. an; meist = Gattinn des Königs, z. B. Odyss. 7, 241 Arete, des Alkinoos Gattinn; Odyss. 6, 115 Nausikaa, des Alkinoos Toch, er; βασίλεια γυναικῶν Odyss. 11, 258; β. γυνή Aesch. Pers. 615; Soph. Ai. 1281; θεά Pind. Ol. 14, 3; Ar. Pax 938.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσίλειᾰ: ἡ, βασιλέα Πίνδ.Ν.1.59· (βασιλεύς) - βασίλισσα, ἡγεμονίς,γυνὴ βασιλικῆς καταγωγῆς,Ὀδ. Δ.770, Αἰσχύλ. Ἀγ. 84,κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ θεαινῶν, βασίλεια θεά, ἀμφότερα ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 794· β. γύναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 623, Εὐρ. Ἠλ. 988.Πρβλ. βασίλη, βασιλίς, βασίλισσα.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
reine, princesse.
Étymologie: βασιλεύς.
2plur. de βασίλειος ou de βασίλειον.

English (Autenrieth)

queen; the queen's daughter, the princess, is termed βασίλεια in Od. 6.115 ; βασίλεια γυναικῶν, ‘queen among women’ (cf. δῖα γυναικῶν), Od. 11.258.

English (Slater)

βᾰςῐλεια, -ίλεα
   1 queen ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (Heyne: βασίλεια codd: βασιλέα Boeckh. i. e. Hera) (N. 1.39) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27.

Greek Monolingual

η
βλ. βασιλιάς.

Greek Monotonic

βᾰσίλειᾰ: ἡ (βασῐλεύς), βασίλισσα, πριγκήπισσα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰσίλεια:
I ион. βᾰσῐληΐη ἡ царица или царевна Hom., Pind., Aesch., Soph., Her., Arph., Plut.
II τά pl. к βασίλειον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασίλειᾰ -ας, ἡ, poët. βασίλεα βασιλεύς Ion. gen. βασιλείης, koningin.

Middle Liddell

βασιλεύς
a queen, princess, Od., Aesch.