μεθέλκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=methelko
|Transliteration C=methelko
|Beta Code=meqe/lkw
|Beta Code=meqe/lkw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[draw to the side]], ἡνίας <span class="title">APl.</span>5.384,386; [[divert]], τινὰ ἀπό τινος <span class="bibl">Ph.2.224</span>:—Pass., ὑπό τινος <span class="bibl">Id.1.387</span>; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.<span class="title">Fr.</span>74.</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[draw to the side]], ἡνίας <span class="title">APl.</span>5.384,386; [[divert]], τινὰ ἀπό τινος <span class="bibl">Ph.2.224</span>:—Pass., ὑπό τινος <span class="bibl">Id.1.387</span>; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.<span class="title">Fr.</span>74.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:00, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθέλκω Medium diacritics: μεθέλκω Low diacritics: μεθέλκω Capitals: ΜΕΘΕΛΚΩ
Transliteration A: methélkō Transliteration B: methelkō Transliteration C: methelko Beta Code: meqe/lkw

English (LSJ)

   A draw to the side, ἡνίας APl.5.384,386; divert, τινὰ ἀπό τινος Ph.2.224:—Pass., ὑπό τινος Id.1.387; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.Fr.74.

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἕλκω), weg-, hinüberziehen, anderswohin, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεθέλκω: ἕλκω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἡνίας Ἀνθ. Πλαν. 384, 386. - Παθ., Φίλων 1. 387.

French (Bailly abrégé)

tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.
Étymologie: μετά, ἕλκω.

Greek Monolingual

μεθέλκω (ΑM Α και μεθελκύω)
1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ
2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι
μσν.
1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς ῥόδον τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ πρόσωπον τῆς κόρης)», Διγεν.)
2. (σχετικά με σχοινί ή χορδή) χαλαρώνω
αρχ.
1. τέρπω, διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἕλκω (πρβλ. παρ-έλκω, προσ-έλκω)].

Greek Monotonic

μεθέλκω: οδηγώ, τραβώ προς την άλλη πλευρά, ἡνίας, σε Ανθ.

Middle Liddell


to draw to the other side, ἡνίας Anth.