πιθάκνη: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pithakni
|Transliteration C=pithakni
|Beta Code=piqa/knh
|Beta Code=piqa/knh
|Definition=ἡ, Att. φῐδάκνη Moer.<span class="bibl">p.392</span> P., Phot., Lacon. πῐσάκνα Hsch.: (πίθος) :—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cask]] or [[jar]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>546</span>, Ion Trag.<span class="bibl">10</span>, <span class="title">BCH</span>50.214 (Thasos, v B.C.); used for storing figs, etc., <span class="bibl">D.30.28</span>, <span class="bibl">Pl.Com.114</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span>49</span>, <span class="title">OGI</span>483.149 (Pergam., ii A.D.); <b class="b3">οἰκεῖν ἐν ταῖς φιδάκναις</b> live in [[casks]], as the poorer Athenians were forced to do during the Peloponn. war, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>792</span>; <b class="b3">π. ἰατρική</b> a medicine-[[jar]], Gal.19.115, cf. <span class="bibl"><span class="title">UP</span>4.3</span> :—also πῐθακνίς, ίδος, ἡ, Att. φῐδακνίς, <span class="bibl">Poll.10.74</span>, <span class="bibl">131</span>; Dim. πῐθάκνιον, τό, <span class="bibl">Eub.132</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>265</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>4</span>, etc. (Dim. of [[πίθος]], as [[πολίχνη]] of [[πόλις]], Sch.Ar.<span class="title">Eq.</span>l.c.)</span>
|Definition=ἡ, Att. φῐδάκνη Moer.<span class="bibl">p.392</span> P., Phot., Lacon. πῐσάκνα Hsch.: (πίθος) :—<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cask]] or [[jar]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>546</span>, Ion Trag.<span class="bibl">10</span>, <span class="title">BCH</span>50.214 (Thasos, v B.C.); used for storing figs, etc., <span class="bibl">D.30.28</span>, <span class="bibl">Pl.Com.114</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span>49</span>, <span class="title">OGI</span>483.149 (Pergam., ii A.D.); <b class="b3">οἰκεῖν ἐν ταῖς φιδάκναις</b> live in [[casks]], as the poorer Athenians were forced to do during the Peloponn. war, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>792</span>; <b class="b3">π. ἰατρική</b> a medicine-[[jar]], Gal.19.115, cf. <span class="bibl"><span class="title">UP</span>4.3</span> :—also πῐθακνίς, ίδος, ἡ, Att. φῐδακνίς, <span class="bibl">Poll.10.74</span>, <span class="bibl">131</span>; Dim. πῐθάκνιον, τό, <span class="bibl">Eub.132</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>265</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>4</span>, etc. (Dim. of [[πίθος]], as [[πολίχνη]] of [[πόλις]], Sch.Ar.<span class="title">Eq.</span>l.c.)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:20, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθάκνη Medium diacritics: πιθάκνη Low diacritics: πιθάκνη Capitals: ΠΙΘΑΚΝΗ
Transliteration A: pitháknē Transliteration B: pithaknē Transliteration C: pithakni Beta Code: piqa/knh

English (LSJ)

ἡ, Att. φῐδάκνη Moer.p.392 P., Phot., Lacon. πῐσάκνα Hsch.: (πίθος) :—   A cask or jar, Ar.Pl.546, Ion Trag.10, BCH50.214 (Thasos, v B.C.); used for storing figs, etc., D.30.28, Pl.Com.114, Thphr.Sign.49, OGI483.149 (Pergam., ii A.D.); οἰκεῖν ἐν ταῖς φιδάκναις live in casks, as the poorer Athenians were forced to do during the Peloponn. war, Ar.Eq.792; π. ἰατρική a medicine-jar, Gal.19.115, cf. UP4.3 :—also πῐθακνίς, ίδος, ἡ, Att. φῐδακνίς, Poll.10.74, 131; Dim. πῐθάκνιον, τό, Eub.132, Hyp.Fr.265, Luc.Hist.Conscr.4, etc. (Dim. of πίθος, as πολίχνη of πόλις, Sch.Ar.Eq.l.c.)

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, att. φιδάκνη, lakon. πισάκνη, Polem. bei Ath. XIII, 483 d, eine Art Weingefäß, Faß, Ael. H. A. 12, 41 u. a. Sp., nach den Alten dim. von πίθος. – Bei Dem. 20, 28 zu den σκεύη γεωργικά gerechnet. Bei Ar. Equ. 789 erkl. der Schol. οἰκεῖν ἐν ταῖσι πιθάκναις, vom Wohnen in einsamen Gegenden, es ist aber eigtl. in Fässern wohnen, weil es an anderem Obdach fehlt; vgl. Thuc. 2, 14. 17.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθάκνη: ἡ, Ἀττ. φῐδάκνη, Μοῖρις, Φώτ. (ὁπόθεντύπος οὗτος ἐπανορθωτέος παρὰ τῷ Ἀριστοφ.)· Λακων. πῐσάκνα· Ἡσύχ.· (πίθος)· ― εἶδος πίθου οἰνοδόχου, «κρασοπίθαρον», Ἀριστοφ. Πλ. 546, Ἴων παρ’ Ἀθην. 495Β· ἐχρησίμευε καὶ πρὸς ἐναπόθεσιν σύκων καὶ τῶν τοιούτων, Δημ. 871. 22, πρβλ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ποιητῇ» 2: ἐντεῦθεν παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 792, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζῆν ἐντὸς πίθου, ὡς πτωχοί τινες Ἀθηναῖοι ἠναγκάζοντο νὰ πράττωσι κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον, πρβλ. Θουκ. 2. 14, 17· π. ἰατρική, κιβώτιον φαρμάκων, Γαλην. ― Τύπος τις πιθακνίς, ίδος, ἡ, Ἀττ. φιδακνίς, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Ι΄, 74, 131· καὶ ὑποκορ. πιθάκνιον, τό, ἀπαντᾷ παρ’ Εὐβούλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, Ὑπερείδ., Λουκ. κλ. (Ἡ λέξις εἶναι ὑποκορ. τοῦ πίθος, ὡς τὸ πολίχνη τοῦ πόλις, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petit tonneau.
Étymologie: πίθος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. φιδάκνη και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α
1. πιθάρι που χρησιμοποιούσαν συνήθως για εναπόθεση κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῡντ' ἐν ταῑς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.)
2. πιθάρι για εναπόθεση καρπών
3. φρ. «πιθάκνη ἰατρική» — δοχείο φαρμάκων, φαρμακευτικό γουδί (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + υποκορ. επίθημα -άκνη το οποίο πιθ. έχει προέλθει από το επίθημα -ίχνη (πρβλ. κυλ-ίχνη, πελ-ίχνη), με ανομοιωτική τροπή του δασέος -χ- σε κλειστό -κ- και του -ι- σε -α- (πιθ-ίχνη > πιθ-άκνη) ή κατ' επίδραση τών τύπων με -ακ- (πρβλ. πίναξ, -ακος, πύνδαξ, -ακος). Ο τ. φιδάκνη, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του φείδομαι «μεταχειρίζομαι με φειδώ, κάνω οικονομία» λόγω του ότι το πιθάρι χρησιμοποιείται για εναπόθεση, αποταμίευση προμηθειών. Ο τ. πισάκνα με τροπή του -θ- σε -σ-].

Greek Monotonic

πῐθάκνη: Αττ. φῐδάκνη, ἡ (πίθος), βαρέλι ή δοχείο για κρασι, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται στην αποθήκευση σύκων μέσα σ' αυτό, σε Δημ.· απ' όπου, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζω σε πιθάρι, όπως οι Αθηναίοι μέτοικοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πῐθάκνη: ἡ бочонок или бочка Plat., Arph., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθάκνη -ης, ἡ [πίθος] kruik, vat.

Middle Liddell

πίθος
a wine-cask or jar, Ar.; used for storing figs in, Dem.: hence, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις to live in casks, as Athenian immigrants were forced to do during the Peloponn. war, Ar.