πρόστριμμα: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostrimma | |Transliteration C=prostrimma | ||
|Beta Code=pro/strimma | |Beta Code=pro/strimma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[that which is rubbed on]]: metaph., [[that which is inflicted upon]] one, esp. a [[brand]], [[disgrace]], πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>395</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> pl., [[tooth powders]], Gal.12.875, <span class="bibl">Aët.5.25</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:35, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is rubbed on: metaph., that which is inflicted upon one, esp. a brand, disgrace, πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς A.Ag.395 (lyr.). II pl., tooth powders, Gal.12.875, Aët.5.25.
German (Pape)
[Seite 783] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.
Greek (Liddell-Scott)
πρόστριμμα: τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, μάλιστα στίγμα, ὄνειδος κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. σύντριμμα, Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ ὕποπτος).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 disgrâce, infortune qui s’attache à qqn;
2 débris, fragment.
Étymologie: προστρίβω.
Greek Monolingual
-ίμματος, τὸ, Α προστρίβω
1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο
2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.)
3. σύντριμμα, θραύσμα.
Greek Monotonic
πρόστριμμα: -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε κάτι· μεταφ., στίγμα, όνειδος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] wat toegebracht wordt schade.
Russian (Dvoretsky)
πρόστριμμα: ατος τό
1) осколок, обломок Plut.;
2) перен. пятно, бесчестие, позор, беда Aesch.
Middle Liddell
πρόστριμμα, ατος, τό, [from προστρί¯βω]
that which is rubbed on: metaph. an affliction, Aesch.