σημείωμα: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simeioma | |Transliteration C=simeioma | ||
|Beta Code=shmei/wma | |Beta Code=shmei/wma | ||
|Definition=ατος, τό, in pl., <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, in pl., <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[records]], [[Vit Philonid]]. <span class="bibl">p.11</span> C.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:05, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, in pl., A records, Vit Philonid. p.11 C.
Greek (Liddell-Scott)
σημείωμα: τό, = τῷ ἑπομ. Ι. 2, Βυζ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ [[σημειῶ, -ώνω]]
σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών
νεοελλ.
1. σημείωση
2. λιγόλογο γράμμα, πρόχειρη επιστολή
3. σύντομο έγγραφο, υπόμνημα που απευθύνεται σε δημόσια αρχή
4. παρατήρηση γραμμένη στο περιθώριο της σελίδας ή κάτω από το κείμενο βιβλίου
5. περιληπτικό έγγραφο στο οποίο περιέχονται τα όσα προηγουμένως είχε δηλώσει προφορικά ξένος διπλωμάτης προς την κυβέρνηση στην οποία είναι διαπιστευμένος
6. έγγραφη σύσταση πολιτικού, απευθυνόμενη σε δημόσια αρχή για την εξυπηρέτηση φίλου ή ψηφοφόρου του
7. φρ. α) «σημείωμα διορθωτικό» — τετραπλότυπο σημείωμα όπου αναγράφονται οι ποσότητες μεταφερθέντων εμπορευμάτων β) «σημείωμα παραλείψεων» — σημείωμα εξακριβωμένων παραλείψεων και παρατυπιών που παραδίδει ο οικονομικός έφορος στον έλεγχο
γ) «σημείωμα πιστωτικό» — το σημείωμα επιστροφής που εκδίδει ο πωλητής, όταν κάνει μερική ή ολική επιστροφή αγαθών και επιδιώκει την έκπτωση της αξίας από μεταγενέστερο τιμολόγιο
μσν.
βασιλικό διάταγμα.