αιθάνιο: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το <b>Χημ.</b><br />[[άχρωμος]], [[άοσμος]], [[αέριος]] [[υδρογονάνθρακας]], το δεύτερο [[μέλος]] της [[σειράς]] τών κεκορεσμένων υδρογονανθράκων (αλκανίων ή παραφινών), με μοριακό τύπο C<sub>2</sub>H<sub>6</sub> και [[συντακτικό]] CH<sub>3</sub>CH<sub>3</sub>.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το <b>Χημ.</b><br />[[άχρωμος]], [[άοσμος]], [[αέριος]] [[υδρογονάνθρακας]], το δεύτερο [[μέλος]] της [[σειράς]] τών κεκορεσμένων υδρογονανθράκων (αλκανίων ή παραφινών), με μοριακό τύπο C<sub>2</sub>H<sub>6</sub> και [[συντακτικό]] CH<sub>3</sub>CH<sub>3</sub>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου<br />πρβλ. αγγλ. <i>ethane</i>, ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>eth</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ether</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰθὴρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[αἴθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ane</i> (πρβλ. -<i>άνιο</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
το Χημ.
άχρωμος, άοσμος, αέριος υδρογονάνθρακας, το δεύτερο μέλος της σειράς τών κεκορεσμένων υδρογονανθράκων (αλκανίων ή παραφινών), με μοριακό τύπο C2H6 και συντακτικό CH3CH3.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. ethane, ελληνογενές < eth- (< ether < αἰθὴρ < αἴθω) + -ane (πρβλ. -άνιο)].