αισχύνη: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[αἰσχύνη]])<br /><b>1.</b> το [[συναίσθημα]] της ντροπής που δοκιμάζει [[κανείς]] για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η [[αιδώς]] (προσωποποιημένη στον Αισχύλο)<br /><b>2.</b> [[αίσχος]], [[καταισχύνη]], όνειδος<br />(μσν. -αρχ.) <b>(ευφημ.)</b> [[αιδοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντροπαλοσύνη]], [[συστολή]], [[σεμνότητα]], [[φιλοτιμία]]<br /><b>2.</b> [[δυσφήμηση]], [[ατίμωση]] γυναίκας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δι’ αἰσχύνης ἔχω τί», [[ντρέπομαι]] γι’ αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[αἰσχύνη]])<br /><b>1.</b> το [[συναίσθημα]] της ντροπής που δοκιμάζει [[κανείς]] για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η [[αιδώς]] (προσωποποιημένη στον Αισχύλο)<br /><b>2.</b> [[αίσχος]], [[καταισχύνη]], όνειδος<br />(μσν. -αρχ.) <b>(ευφημ.)</b> [[αιδοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντροπαλοσύνη]], [[συστολή]], [[σεμνότητα]], [[φιλοτιμία]]<br /><b>2.</b> [[δυσφήμηση]], [[ατίμωση]] γυναίκας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δι’ αἰσχύνης ἔχω τί», [[ντρέπομαι]] γι’ αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> από το ρ. [[αἰσχύνω]], υποχωρητικά. Βλ. ετυμολ. της λ. [[αἶσχος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α αἰσχύνη)
1. το συναίσθημα της ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο)
2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος
(μσν. -αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο
αρχ.
1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα, φιλοτιμία
2. δυσφήμηση, ατίμωση γυναίκας
3. φρ. «δι’ αἰσχύνης ἔχω τί», ντρέπομαι γι’ αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ από το ρ. αἰσχύνω, υποχωρητικά. Βλ. ετυμολ. της λ. αἶσχος.